Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ: «Κατοχική βία, 1939-1945: η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία»

















ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, ΜΑΧΕΣ, ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΙΣ.

Αμέσως μόλις άρχισε η βουλγαρική κατοχή, στα βουνά της Λεκάνης ένα από τα μεγαλύτερα ορεινά κεφαλοχώρια της επαρχίας Νέστου, όπως και σ’ όλα τα βουνά της πατρίδας μας, άρχισε το μεγαλειώδες έπος της Εθνικής Αντίστασης. Η αλήθεια είναι ότι η αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ξεκίνησε λίγο καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβριο του 1941 και τα γνωστά γεγονότα αντιποίνων που ακολούθησαν οργανωμένα και εκτελεσμένα με στυγερό τρόπο από τους Βούλγαρους, σε συνδυασμό με την πείνα και τις πολύπλευρες προσπάθειες εκβουλγαρισμού, τρομοκράτησαν τον πληθυσμό και αυτό οδήγησε σε περιχαράκωση των κατοίκων και στην απουσία διάθεσης για αντίσταση. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι υπήρχαν διάσπαρτες ομάδες κατοίκων που βγήκαν στο βουνό, γιατί έκαναν το ίδιο στην πατρίδα τους πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών (κυρίως στον Πόντο) ή γιατί τους συνέβη κάτι προσωπικό. Ωστόσο οι ομάδες αυτές δεν οργανωνόταν, δεν είχαν κοινό στόχο και προοπτική ούτε καν δομή και ιεραρχία. Έφτασε λοιπόν η άνοιξη του 1943 για να δημιουργηθεί ο περίφημος Ρήγας Φεραίος. Όλη η περιοχή δυτικά των ορέων της Λεκάνη (βουνό ονομαζόμενο Τσαλ Νταγ) αποτέλεσε τον κυρίως χώρο δράσης των ανταρτών στην επαρχία Νέστου, κατά την περίοδο 1943-1944. Η πυκνή βλάστηση και η διαμόρφωση του εδάφους (γκρεμοί και βαθιές χαράδρες) γύρω από τα χωριά Αχλαδινή (τούρκικη ονομασία Αλχανλή) και Ορέν ντερέ (ή Ερέν – ντερέ), ήταν ιδανικά για την ανάπτυξη ανταρτικών ομάδων και την εγκατάσταση των λημεριών τους εκεί. Ήδη από τις αρχές του 1943, το μαχητικό συγκρότημα «Ρήγας Φεραίος» του ΕΛΑΣ, που είχε αρχηγό τον Καβαλιώτη Νικόλαο Ρόμτσιο, έναν νεαρό καπνεργάτη 30 περίπου ετών με το ψευδώνυμο «Νταβέλης», είχε εγκατασταθεί σε μια μεγάλη χαράδρα, κατάφυτη από λογής – λογής δένδρα, καρποφόρα και άγρια, κοντά στο Ορέν-Ντερέ (ή Ερέν-ντερέ), ενώ πολύ κοντά στην Αχλαδινή, νότια από το χωριό Λυκιά, υπήρχε κι άλλο αντάρτικο λημέρι, δίπλα σε μια «μάνα του νερού» (η βρύση της Φατμές, όπως αναφέρεται στα γραπτά του καπετάν Μαύρου, Νίκου Χατζηνικολάου και στο ημερολόγιο του αντάρτη Λευτέρη Ελεήμων από την Ζαρκαδιά Νέστου). Το δεύτερο αυτό λημέρι βρισκόταν σε άμεση, οπτική επαφή με το χωριό. Κάπου εκεί, τέλος, λίγο βορειότερα πάνω στον αυχένα ενός βουνού προς το χωριό Κίζελι (σημ. Κρανοχώρι) βρισκόταν και το αναρρωτήριο του ΕΛΑΣ, υπό τον παθολόγο – γυναικολόγο γιατρό Πετρίδη, από το Ζυγό της Καβάλας.
Ο ΕΛΑΣ συγκροτείται ουσιαστικά το Σεπτέμβριο του 1943 όταν το ΓΣ του ΕΛΑΣ αποφάσισε την αποστολή αξιωματικών στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Κέντρο της συγκρότησης του 26ου Συντάγματος ΕΛΑΣ γίνεται το Παγγαίο που στηρίζεται από τις οργανώσεις του ΕΑΜ των χωριών της περιοχής. Τμήματα του ΕΛΑΣ δημιουργούνται στο Μενοίκιο και το Λαϊλιά Σερρών κι έτσι στα μέσα Οκτωβρίου η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία φτάνει τους 350-400 αντάρτες.
Στα Όρη της Λεκάνης (Τσαλ-Νταγ) ανέβηκε πιθανότατα το φθινόπωρο του 1942, ο μετέπειτα αρχηγός των ΕΑΟ Αντώνης Φωστερίδης (Αντών-Τσαούς), τουκόφωνος Πάφραλης, κάτοικος Κρηνίδων Καβάλας. Ο Φωστερίδης σχημάτισε αντάρτικη ομάδα αποτελούμενη κυρίως από τους τουρκόφωνους Πόντιους των μικρών οικισμών της περιοχής. Με την ομάδα αυτή συνεργάζονταν και άλλοι Πόντιοι οπλαρχηγοί από τα όρη της Λεκάνης και τα όρη της γειτονικής Δράμας. Στην ίδια περιοχή κινούνταν και τα υπολείμματα των ανταρτών των γεγονότων της Δράμας προσπαθώντας να επιβιώσουν και να αποφύγουν τα βουλγαρικά καταδιωκτικά αποσπάσματα. Όλη την περίοδο από τα μέσα του 1943 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 λαμβάνουν χώρα μάχες μικρές και μεγαλύτερες είτε ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Βούλγαρους (μάχη του Όλατζακ), είτε ανάμεσα στους εθνικιστές του Φωστηρίδη (Αντών Τσαους) και τους Βούλγαρους (μάχη των Παπάδων), είτε, τέλος, συμπλοκές -πολλές φορές και με νεκρούς- ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και στους εθνικιστές. Πάντως κι ενώ αρχικά φαίνεται ότι η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον ταγματάρχη Μύλλερ ενισχύει με υλικά, όπλα και πολεμοφόδια τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ωστόσο από τον Ιανουάριο του ’44 ο Μύλλερ συναλλάσσεται μόνο με τους εθνικιστές αντάρτες, οι οποίοι λαμβάνουν την επίσημη ονομασία Ε.Α.Ο (Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες). Από τότε επέρχεται η πλήρης ρήξη μεταξύ των ελληνικών ανταρτικών ομάδων, ενώ πριν υπήρξαν σε κάποιες περιπτώσεις και κοινοί αγώνες εναντίον των Βουλγάρων. Τον Φεβρουάριο του '44 ο ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία ανασυγκροτείται, με την αποστολή σε αυτόν αξιωματικών και ανταρτών από τη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Διοικητής του 26ου Συντάγματος αναλαμβάνει ο μόνιμος λοχαγός πυροβολικού Κώστας Κωνσταντάρας ή Λογοθέτης, με υπασπιστή τον Στέργιο Βαλιούλη. (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Η Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, 2002:σελ.210-218).
Εκείνη η περίοδος είναι πραγματικά δύσκολη για τα τμήματα του ΕΛΑΣ στο Τσαλ Νταγ. Οι αντάρτες βρίσκονταν σε καθημερινές προστριβές με τους αντάρτες των ΕΑΟ, αποδυναμωμένοι, πεινασμένοι, χωρίς καθόλου συμμαχική βοήθεια και τον τοπικό πληθυσμό στο μεγαλύτερο ποσοστό εχθρικά διακείμενο. Παρόλα αυτά υπό τον Κωνσταντάρα και με την πολύτιμη βοήθεια λίγων Ελλήνων μεταξύ αυτών και των κατοίκων της ηρωικής Αχλαδινής στέκονται στο ύψος τους. Πολεμούν τον εχθρό, παραμένουν ενωμένοι, αν και λίγοι, και αποτελούν μύγα στο ρουθούνι των Βουλγάρων, όπως αναφέρει ο Καπετάν Μαύρος στο βιβλίο του Ταραγμένα Χρόνια στο Νέστο. ( Ταραγμένα Χρόνια στο Νέστο, Νίκος Χατζηνικολαόυ, Εκδ. Νιραγός 2008).
Μέχρι που από τα μέσα του Μάη ο βουλγαρικός στρατός αρχίζει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλο το Τσαλ Νταγ. Εκτελέσεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις κατοίκων, βιασμοί, βασανισμοί, φυλακίσεις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών αλλά και μεμονωμένων σπιτιών καθώς και διαταγές εκκένωσης 15 χωριών. Τα γεγονότα έχουν αντίθετο από το προσδοκώμενο για τους Βουλγάρους αποτέλεσμα. Ο ΕΛΑΣ ενισχύεται, γιατί οι κάτοικοι όλου του Νέστου μη έχοντας άλλη επιλογή βγαίνουν στο βουνό. Στα τέλη του Ιούλη του '44 ο ΕΛΑΣ απαριθμεί 1.100 πολεμιστές και η πορεία προς την απελευθέρωση του φθινοπώρου θα είναι λαμπρή.

ΑΧΛΑΔΙΝΗ

Στην καρδιά λοιπόν των ορέων της Λεκάνης (πρώην «Τσάλ – νταγ») και σε υψόμετρο 440 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, βρισκόταν μέχρι το 1922 ένα μουσουλμανικό χωριό με το όνομα Αλχανλί (Alhanli), το οποίο το έτος 1913 είχε 319 κατοίκους, όλους μουσουλμάνους, (Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, του έτους 1975).
Στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού, κατ’ εθνικότητας, των Νομών Δράμας, Σερρών και Καβάλας, που εκδόθηκαν το 1919 από την Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, αναφέρεται ότι στο χωριό Αλχανλί κατοικούσαν μέχρι το 1912, 300 μουσουλμάνοι, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 ανέρχονταν σε 319.
Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού, στην απογραφή του έτους 1920, είχαν περιορισθεί στους 173.
Ο οικισμός, στις 20-11-1919 προσαρτήθηκε στην κοινότητα Όλατζακ (μετέπειτα Πλαταμώνας), (ΦΕΚ 251 Α/20-11-1919).
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που έγινε σ’ εκτέλεση των συμφωνηθέντων με τη Συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού έφυγαν για την Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 27 οικογένειες (ή 120 εν συνόλω) Έλληνες πόντιοι, που κατάγονταν από την περιοχή της Νικόπολης του Πόντου, (Μητρόπολη Κολωνίας). (Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών της Μακεδονίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων).
Στην απογραφή του έτους 1928 το χωριό είχε πλέον 131 Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι, στην απογραφή του 1940, είχαν γίνει 194.
Στις 14-05-1928 ο οικισμός μετονομάσθηκε σε Αχλαδινή, (ΦΕΚ 81 Α/14-05-1928).
Οι πρόσφυγες κάτοικοι του οικισμού, που εγκαταστάθηκαν εκεί το έτος 1922, στα σπίτια των μουσουλμάνων κατοίκων που είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία, επισκεύασαν τα σπίτια, έχτισαν εκκλησία, άρχισαν να καλλιεργούν τα λιγοστά χωράφια, κυρίως με καπνό και η ζωή τους κύλησε δύσκολα, φτωχικά αλλά αρμονικά μέχρι τον Απρίλη του 1941, που αρχίζει η κατοχή. Τα τρία γειτονικά χωριά, Πυργίσκος (Κούλετζικ), Ελαφοχώρι (Καρατζόβα) και Αχλαδινή, σ’ όλη τη διάρκεια των αγώνων των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ κατά των Βουλγάρων κατακτητών, βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο τον ΕΛΑΣ, παρέχοντάς του άνδρες και τρόφιμα. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πολύ συχνά τις νύχτες, οι φούρνοι της Αχλαδινής έκαιγαν ασταμάτητα, για να ετοιμάζουν ψωμιά για τους αντάρτες, ενώ το πρωί όλα φαίνονταν ήρεμα και τίποτε δεν θύμιζε τη νυχτερινή, έντονη δραστηριότητα του χωριού! Ο αντάρτης Λευτέρης Ελεήμων στο ημερολόγιό του, (το πρωτότυπο του οποίου υπάρχει στο αρχείο του ομιλούντος), αναφέρει ως ηρωική μορφή μια ψηλή κοπέλα που μεταφέρει τη νύχτα αλεύρι και ψωμί για τους πολεμιστές και αναφέρει επίσης ότι μεταξύ τους οι αντάρτες ονομάζουν την Αχλαδινή “το μικρό Σούλι”.
Οι Βούλγαροι γνωρίζοντας τις δραστηριότητες των Αχλανλιωτών προέβησαν σε συλλήψεις κατοίκων του χωριού που τους θεωρούσαν ύποπτους ενίσχυσης των ανταρτών. Αναφέρεται στο διάταγμα του Γεν. Αρχηγείου Ορβήλου με ημερομηνία 3/4/1944: “Εξ' αιτίας τους (ενν. των ηρώων της κομμούνας) συνελήφθησαν 25 άνδρες από την Αχλαδινή και κρατούνται στις φυλακές του Σαρή Σαμπαν (Χρυσούπολη). Αυτοί είναι οι πατριώται ας τους μάθη όλη η περιφέρεια”. Υπογραφή Ο Γεν. Αρχηγός Φωστηρίδης Αντώνιος. Άρα οι 25 συνελήφθησαν από τις αρχές του Απριλίου πιθανά την προηγούμενη (2/4), γιατί τα διατάγματα ήταν καθημερινά, και κρατούνταν στα μπουντρούμια του αρχοντικού Ζαχαριάδη, που είχε κατασχεθεί για διοικητήριο, πιθανά στα υπόγεια της σημερινής ALPHA BANK Χρυσούπολης.

Οι συλληφθέντες παρέμειναν έγκλειστοι στα κρατητήρια της Χρυσούπολης, μαζί με πλήθος άλλων κατοίκων της επαρχίας Νέστου, καθ' όλη τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Βουλγάρων, που ξεκίνησαν στα μέσα του Μάη και κορυφώθηκαν στις αρχές του Ιούνη του 1944. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: