Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

κρεατοφαγία



Μεσογειακή διατροφή
Ένα δημοσίευμα του ένθετου της Καθημερινής ΟΙΚΟ σε κάνει και αναθεωρείς τη σκέψη σου για τη διατροφή σου συνολικά. Θέτει προβληματισμούς για το ενεργειακό αποτύπωμα του καθενός σε άμεση εξάρτηση με τη διατροφή του και προτείνει λύσεις με βάση τη μεσογειακή διατροφή ώστε η υγιεινή διατροφή να συνοδεύεται και με τη μικρότερη δυνατή βλάβη για το περιβάλλον. Με αφορμή το άρθρο αυτό θα διατυπωθούν παρακάτω κάποιες σκέψεις για τη διατροφή μας σε ατομικό επίπεδο, διότι η αρχή του ιστολογίου είναι ότι θα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τον εαυτό μας για να αλλάξουν συμπεριφορά οι κοινωνικές δομές, οι λαοί, ο πλανήτης όλος. Είναι απίστευτο και όμως αληθινό. Κάθε ζουμερή μπριζόλα που φτάνει στο πιάτο μας «κοστίζει» στον πλανήτη τις ίδιες εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου όσο και η οδήγηση απόστασης 30 χιλιομέτρων. Για την παραγωγή μόλις ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος η ατμόσφαιρα επιβαρύνεται με 36,4 κιλά διοξειδίου του άνθρακα και δαπανάται ενέργεια ίση με αυτήν που χρειάζεται για να μείνει αναμμένη μια λάμπα των 100 βατ για 20 μέρες. Τελικά η εμμονή μας σε μια αμιγώς κρεατοφαγική διατροφή έχει ενεργειακές, άρα και περιβαλλοντικές, επιπτώσεις πολύ πιο σοβαρές από ό,τι ίσως νομίζαμε. Η λύση βεβαίως δεν είναι να περάσουμε στο άλλα άκρο και να πάμε σε αμιγώς χορτοφαγική διατροφή ή να νιώθουμε ένοχοι κάθε φορά που τρώμε ένα κομμάτι κρέας. Μπορούμε όμως να μειώσουμε δραστικά την ποσότητα κόκκινου κρέατος που τρώμε καθημερινά. Σύμφωνα με τη μεσογειακή διατροφή, δεν χρειαζόμαστε περισσότερα από 60 γραμμάρια κρέατος την εβδομάδα. Ο μέσος Έλληνας καταναλώνει 100 γραμμάρια την ημέρα. Αυτό δεν επιβαρύνει μόνο την υγεία του, αλλά κυρίως το περιβάλλον.
Με δεδομένο ότι το έτος 2050 η παγκόσμια κατανάλωση κρέατος θα έχει σκαρφαλώσει στα 465 εκατομμύρια τόνους από 230 εκατομμύρια που υπολογίζονταν για το 2000, δεν ήταν τυχαία η πρόσφατη παρέμβαση του δρος Ρατζέντρα Πατσάουρι, προέδρου της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, ο οποίος κάλεσε τους πολίτες να αποκλείσουν για μία μέρα έστω την εβδομάδα το κρέας από το πιάτο τους, προκειμένου να συνεισφέρουν στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.
Όταν, μιλώντας για το ενεργειακό αποτύπωμα της διατροφής μας, αναφερόμαστε στο κρέας, εννοούμε κυρίως το κόκκινο και ειδικά το βοδινό/μοσχαρίσιο. Και αυτό, γιατί:
Η αγελάδα... χωνεύει! Λόγω των ζυμώσεων στο πεπτικό της σύστημα η αγελάδα, όπως κάθε μηρυκαστικό, παράγει μεθάνιο, ένα αέριο 23 φορές πιο επιβλαβές από το διοξείδιο του άνθρακα όσον αφορά το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η σύνθεση της ζωοτροφής επηρεάζει μεν τον τρόπο με τον οποίο αυτή διασπάται στα έντερα των μηρυκαστικών και συνεπώς την παραγόμενη ποσότητα μεθανίου, ωστόσο καταλυτικό ρόλο παίζει το ίδιο το ζώο. Χαρακτηριστικά, μια αγελάδα μπορεί να παράγει από 100 έως και 200 λίτρα μεθανίου καθημερινά, ενώ ένα πρόβατο μόλις 30.
Τα χημικά λιπάσματα για την παραγωγή ζωοτροφών και η κοπριά των βοοειδών ευθύνονται για την απελευθέρωση σημαντικών ποσοτήτων υποξειδίου του αζώτου, το οποίο είναι 296 φορές πιο ισχυρό από το διοξείδιο του άνθρακα ως προς την ικανότητά του να δεσμεύει θερμότητα και παραμένει στην ατμόσφαιρα κατά μέσο όρο για 114 χρόνια.

Η κτηνοτροφία ευθύνεται για το 65% του ανθρωπογενώς παραγόμενου υποξειδίου του αζώτου, κυρίως από τις κοπριές.

Η κτηνοτροφία καταναλώνει μεγάλες ποσότητες γλυκού νερού, το οποίο αρδεύεται για την παραγωγή ζωοτροφών. Υπολογίζεται ότι σε κάθε λίτρο αγελαδινού γάλακτος αναλογούν 990 λίτρα νερού.

Όσο πιο τεχνολογικά προηγμένη είναι η αγροτική περιοχή στην οποία γίνεται η κτηνοτροφία τόσο περισσότερο συμβάλλει, λόγω των υποδομών και του ενεργοβόρου εξοπλισμού, που χρησιμοποιεί στην κλιματική αλλαγή. Το πρόβλημα δεν προκύπτει τόσο από την άμεση κατανάλωση ενέργειας για τη χρήση γεωργικών μηχανημάτων όσο από την έμμεση, που προορίζεται για την παραγωγή ζωοτροφών, λιπασμάτων, σπόρων και την κατασκευή των υποδομών. Έτσι, κατά μέσο όρο για ένα λίτρο αγελαδινού γάλακτος απαιτούνται 250 γραμμάρια σε ισοδύναμα πετρελαίου, ενώ για ένα κιλό μοσχαρίσιο κρέας 1.550 γραμμάρια σε ισοδύναμα πετρελαίου, όπου 1 ισοδύναμο πετρελαίου αντιστοιχεί σε 0,75 λίτρα βενζίνης.
Εκτός αυτών σύμφωνα με έρευνες των διαιτολόγων η κατανάλωση κόκκινου κρέατος σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση προβλημάτων όπως η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, διάφορες μορφές καρκίνου. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαία η μείωσή του σε συχνότητα που δεν θα ξεπερνά τις 1 - 2 φορές μηνιαίως. Αντί αυτού, η κάλυψη των αναγκών σε πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, σίδηρο και βιταμίνη Β12 μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κατανάλωσης λευκού κρέατος όπως το ψάρι, θαλασσινών που αποτελούν εξαιρετική πηγή σιδήρου και βιταμίνης Β12, γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγού και συνδυασμών τροφών φυτικής προέλευσης όπως τα όσπρια, το ρύζι, οι ξηροί καρποί, το ταχίνι.
Άρα μπορούμε ως πρώτη αντίδραση ο καθένας από εμάς να προχωρήσει στα παρακάτω για να αλλάξουμε τον εαυτό μας, τον διπλανό μας και μετά να διεκδικήσουμε μαζική αλλαγή διατροφικών συνηθειών:
Περιορίζουμε σταδιακά την κατανάλωση κόκκινου κρέατος.


Βάζουμε στην καθημερινή μας διατροφή τα όσπρια, το ψάρι, τα θαλασσινά.


Ανακαλύπτουμε (ξανά) τις ευεργετικές ιδιότητες της μεσογειακής διατροφής.


Προτιμούμε το βιολογικό κρέας έναντι του συμβατικού.


Μαγειρεύουμε τις ποσότητες που χρειάζονται για να καλύψουν τις ανάγκες μας.


Δεν πετάμε φαγητό στα σκουπίδια.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

βιβλιοπαρουσιαση

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Τον Σεπτέμβριο του 2008 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο κυρίως τοπικού αλλά και ευρύτερου σε επίπεδο περιφέρειας ενδιαφέροντος. Το τοπικό ενδιαφέρον αφορά στην επαρχία Νέστου Καβάλας και το ευρύτερο στην περιφέρεια της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο Ταραγμένα χρόνια στο Νέστο Κατοχή Αντίσταση Εμφύλιος, από τις εκδόσεις Νιραγός.
Συγγραφέας είναι ο Νίκος Χατζηνικολάου ο περίφημος Καπετάν Μαύρος, ο οποίος έδρασε στην περιοχή του Νέστου ως πολεμιστής αρχικά και αργότερα ως καπετάνιος τάγματος του ΕΛΑΣ στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας πολέμησε με το δημοκρατικό στρατό στο Γράμμο και το Βίτσι και έφυγε από το 1949 από τη μητέρα πατρίδα του, καταλήγοντας να ζήσει ως πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία όπου και άφησε την τελευταία του πνοή το 1985. Στην ουσία το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Μαύρο κατά τη διάρκεια της ζωής του στην Πολωνία και είναι βασισμένο σε ένα πρόχειρο ημερολόγιο που κρατούσε ως πολεμιστής κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων αγώνων του. Το πρωτότυπο κείμενο εμπιστεύτηκε ο Χατζηνικολάου στον κύριο Σπύρο Ρούλη, ο οποίος επιμελείται και εκδίδει το κείμενο το 2008.
Φαίνεται η επιμέλεια του κειμένου να μην έχει μεταβάλλει το αρχικό κείμενο, δηλαδή ο Ρούλης δεν φαίνεται να επεμβαίνει στο πρωτότυπο του Μαύρου. Αυτό προκύπτει από μελέτη κειμένων που φέρεται να έγραψε ο Καπετάν Μαύρος τα οποία βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους τα οποία έχουν το ίδιο ύφος, χρησιμοποιούνται οι ίδιοι ιδιωματισμοί και πανομοιότυπες εκφράσεις από τον Μαύρο και εν γένει κινούνται στο ίδιο πλαίσιο σκέψης και πολιτικής και κοινωνικής τοποθέτησης.
Το βιβλίο αυτό στην ουσία είναι το πρώτο κείμενο που ασχολείται με το αντάρτικο στην επαρχία Νέστου τόσο ρεαλιστικά και από τόσο κοντά. Γράφτηκαν και κάποια άλλα βιβλία για το αντάρτικο στην περιοχή, όλα όμως είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν ακουμπούσαν ευαίσθητα ζητήματα της περιόδου, δεν αναφέρονταν πρόσωπα ονομαστικά και καταστάσεις με λεπτομέρειες οι οποίες αγγίζουν ζώντες πολίτες της περιοχής ή συγγενείς αυτών.
Έρχεται λοιπόν το βιβλίο αυτό να περιγράψει με σκληρό τρόπο λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του αγώνα κατά του στυγνού Βούλγαρου κατακτητή, κατά των δωσίλογων του Έθνους και να δώσει ονόματα αγωνιστών κατά του κατακτητή αλλά και ανθρώπων που συνεργάστηκαν στενά με αυτόν. Συμβάλλει σημαντικά στην ιστορική έρευνα γιατί δίνει πολύτιμα στοιχεία στον ερευνητή: Από τις μάχες στο Νέστο και στα δυτικά των Ορέων της Λεκάνης μέχρι το Γράμμο, την Αλβανία, το Μπούλκες, το Δημοκραυικό Στρατό, το ΚΚΕ και τη δράση του κατά την αντίσταση και τον εμφύλιο μέχρι και τη δολοφονία του δημοσιογράφου Πόλκ.
Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι είναι μία θεώρηση της ιστορίας από την αριστερή της πλευρά και όσο πιο αντικειμενικός να προσπαθεί να είναι κάποιος σίγουρα το κείμενό του θα φέρει συναισθηματική φόρτιση λόγω της προσωπικής συμμετοχής του συγγραφέα στα γεγονότα. Θα πρέπει ο αναγνώστης να διαβάσει όλες τις πλευρές της θεώρησης της ιστορίας για να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα.
Μολαταύτα το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντικό βήμα στην έρευνα μιας περιόδου που ακόμα δεν ‘ακουμπιέται’ εύκολα.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

οι οικονομικες φουσκες

Το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από την Kαθημερινή της Κυριακής 5/12/2008 του Πάσχου Μανδραβέλη. Δείχνει την επανάληψη της ιστορίας στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων που συνέβησαν κατά καιρούς.



Το Παγκοσμιο Χωριο
Το παιχνίδι της τουλίπας

Tου Πασχου Μανδραβελη
Τον 17ο αιώνα η Oλλανδία ήταν μια ευημερούσα χώρα. Oι άνθρωποί της εμπορεύονταν στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης. O πλούτος στα κρατικά και ιδιωτικά θησαυροφυλάκια συσσωρευόταν και οι ευκατάστατοι πολίτες της χώρας έψαχναν νέες διεξόδους για να επενδύσουν. Kανείς δεν ξέρει πώς ξεκίνησε η φρενίτιδα της τουλίπας, όλοι όμως θυμούνται πώς τέλειωσε. Πιθανώς κάποιοι πίστεψαν πως βρήκαν το εμπόρευμα του μέλλοντος, τη μετοχή που θα τους έκανε για πάντα πλούσιους. Oι διογκωμένες προσδοκίες έφερναν αγοραστές, οι οποίοι ανέβαζαν τις τιμές. H άνοδος των τιμών με τη σειρά της έφερνε νέους αγοραστές. Ηταν ένας σπειροειδής κύκλος προσδοκιών που αυτοεκπληρωνόταν. Στην κορύφωση της χρηματιστηριακής έκρηξης του 17ου αιώνα ο «Αιώνιος Αύγουστος», μια σπάνια τουλίπα μαύρου χρώματος, έκανε όσο ένα σπίτι στο κέντρο του Αμστερνταμ. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1637 το χρηματιστήριο της τουλίπας κατέρρευσε σε μια μέρα και το λουλούδι αυτό έγινε σύμβολο της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Tότε όλοι θυμήθηκαν πως σε όλο αυτό το παιχνίδι της τουλίπας, δεν υπήρχαν καθόλου... τουλίπες! Oι άνθρωποι επένδυαν σε futures τουλίπας. Xρηματοδοτούσαν τη σπορά του λουλουδιού και συναλλάσσονταν με τα δικαιώματα που θα είχαν στον καρπό. Aγόραζαν και πουλούσαν πιθανές αποδόσεις. Κερδοσκοπικές μανίες υπήρξαν πάρα πολλές στην ιστορία. Οσες και οι καταρρεύσεις. Κάθε φορά οι επενδυτές (που αν αποτύχουν ονομάζονται κερδοσκόποι) θεωρούν τις αγορές άτρωτες. Στα 1720 κατέρρευσε η αγορά προσδοκιών που είχε δημιουργηθεί με τον «απέραντο πλούτο των Nότιων Θαλασσών». Στα 1820 έσκασε η φούσκα των «αναδυόμενων αγορών» της Λατινικής Αμερικής και στα 1840 τέλειωσε το «μπουμ» των σιδηροδρομικών μετοχών. Tο εκπληκτικότερο είναι η επαναλαμβανόμενη ύβρις των ανθρώπων προς το άγνωστο μέλλον. Στα 1690 ο Σκώτος χρηματιστής John Law είχε αναπτύξει μια προκεχωρημένη θεωρία πιθανοτήτων για αέναα κέρδη. Ηταν ο αρχιτέκτονας ενός συστήματος που ονομάστηκε «αεροπλανάκι του Mισισιπί», το οποίο φυσικά χρεοκόπησε.
Kατά τη διάρκεια κάθε χρηματιστηριακού πυρετού, τα πράγματα μοιάζουν πρωτοφανή. Πολλοί πιστεύουν και όλοι ισχυρίζονται πως βρέθηκε το κέρας της Αμάλθειας. Στη δεκαετία του 1980 ήταν οι Γιαπωνέζοι που πίστευαν ότι το χρηματιστήριο και η αγορά ακινήτων θα είχαν διαρκή άνοδο. Tο οικονομικό μπουμ είχε το όνομα «μπαμούρου», ήτοι «η οικονομία της φούσκας». Oι επιχειρήσεις της Iαπωνίας έπαιζαν με τις μετοχές τους και ο δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου του Tόκιο δεκαπλασιάστηκε σε λίγα χρόνια. Nοικοκυρές και απλοί εργαζόμενοι επισκέπτονταν καθημερινά τους χρηματιστές τους και κάθε βράδυ ήταν κατά τι πιο πλούσιοι. Aναπτύχθηκε η τάξη των «σιντζρινούι», των νεόφερτων στο χρηματιστήριο (που αντίθετα με τους προγόνους τους οι οποίοι δούλευαν σκληρά) ζούσαν με τον... «αέρα τους». Oι γιαπωνέζικες τράπεζες μετρούσαν τα χρηματιστηριακά τους κέρδη ως κεφάλαιο, γεγονός που τους επέτρεπε να δανείζουν περισσότερα. O δανεισμός γινόταν για αγορά μετοχών και γης και οι αξίες συνέχισαν να φουσκώνουν. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 το οικόπεδο του Aυτοκρατορικού Παλατιού της Iαπωνίας άξιζε περισσότερο από ολόκληρη την Kαλιφόρνια. Φοβούμενη το χειρότερο η Kεντρική Tράπεζα της Iαπωνίας αύξησε ελαφρώς τα επιτόκια δανεισμού. Tο (έστω ελάχιστα) ακριβότερο χρήμα σταμάτησε τη ροή ανατροφοδότησης της φούσκας. Δεν υπήρξε κραχ, αλλά το χρηματιστήριο του Tόκιο έχασε σιγά σιγά 60% της αξίας του. Η Iαπωνία έκανε χρόνια να ορθοποδήσει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αναπτύχθηκε η μεγαλύτερη σε ένταση χρηματιστηριακή μανία όλων των εποχών. Οι μετοχές του Διαδικτύου έφτασαν να αξίζουν ένα τρισ. δολάρια, κάτι που θύμιζε τη «φούσκα των σιδηροδρόμων» του 19ου αιώνα. Oι προφητείες περί ανόδου των μετοχών ήταν αυτοεκπληρούμενες. Για παράδειγμα, υπάρχει μια εταιρεία που ακόμη λειτουργεί στο Internet και ειδικεύεται σε δημοπρασίες αεροπορικών εισιτηρίων. Oι αεροπορικές εταιρείες βάζουν μέσα στους υπολογιστές τις προσφορές τους και οι πελάτες τα αγοράζουν από το σπίτι τους. Την εποχή της μεγάλης φούσκας των dot.com η νέα αυτή εταιρία είχε τότε χρηματιστηριακή αξία μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των τριών μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών των HΠA, «American», «United» και «Delta», οι οποίες στο κάτω κάτω της γραφής είχαν τα αεροπλάνα. Οι νέες τεχνολογίες και οι νέες βιομηχανίες εξάπτουν πάντα την κερδοσκοπική φαντασία των επενδυτών. Αυτό το παρατήρησε πρώτος ο μεγάλος Αυστριακός οικονομολόγος Τζόσεφ Σουμπέτερ, ο οποίος πίστευε ότι οι άνθρωποι υπερεκτιμούν τα ενδεχόμενα κέρδη. Ακόμη και η μανία της τουλίπας είχε μακροπρόθεσμα πραγματική βάση: η ολλανδική ανθοκομική βιομηχανία σήμερα είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και η αξία των επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερη από τα χρήματα που επενδύθηκαν και χάθηκαν τον 18ο αιώνα. Για τον νομπελίστα Αμερικανό οικονομολόγο οι κερδοσκοπικές μανίες αποτυγχάνουν επειδή επικρατεί λάθος αντίληψη του χρόνου. «Μια υπερτιμημένη χρηματιστηριακή αγορά», είχε γράψει, «προσπαθεί να συμπιέσει το μέλλον σε μερικές μέρες και να συλλάβει τη σημερινή αξία όλων των μελλοντικών πραγμάτων». Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα που οι επιχειρήσεις του Διαδικτύου αρχίζουν να παρουσιάζουν αξιοσημείωτα κέρδη. Η φρενίτιδα των dot.com φούσκωσε τους χρηματιστηριακούς δείκτες (ο Nasdaq είχε ξεπεράσει στις αρχές της χιλιετίας τις 6.000 για να καταβαραθρωθεί στις 1.500 μονάδες μέσα σε λίγους μήνες) αλλά η πλημμύρα των επενδύσεων κατά τη διάρκεια του πυρετού άφησε πίσω της πολλά επιχειρηματικά πτώματα, νέες τεχνολογίες και υποδομές για να υπάρξει πραγματική οικονομική ανάπτυξη. Η κρατική παρέμβαση
Κανείς δεν ξέρει το μέγεθος και το βάθος της σημερινής κρίσης. Ακόμη και τα νούμερα που αφορούν τα «τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα» δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια. Αλλοι μιλούν για ένα τρισ. δολάρια και άλλοι για εβδομήντα. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν ξέρουμε αν η σημερινή κρίση επηρεάσει την πραγματική οικονομία ή θα περιοριστεί στον κερδοσκοπικό αέρα. Η ιστορία μόνο νύξεις μπορεί να κάνει. Οσο κι αν φανεί περίεργο, η κατάρρευση της αγοράς τουλίπας δεν προκάλεσε κατάρρευση της ολλανδικής οικονομίας. Υπήρξαν αναταράξεις και χρεοκοπίες, αλλά δεν μετατράπηκε σε πραγματική οικονομική κρίση. Αντιθέτως, έπειτα από λίγα χρόνια κι ένα αντίστοιχο κερδοσκοπικό πυρετό, 100 από τις 140 βρετανικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν το 1693 οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία. Η πρώτη κερδοσκοπική κρίση στην ιστορία που έγινε οικονομική έκρυβε κι ένα άλλο βρόμικο μυστικό. Οπως ιστορεί ο Edward Chancellor «το κόστος του πολέμου με τη Γαλλία υπερέβαινε τα δημόσια έσοδα και η βρετανική κυβέρνηση στράφηκε στο παλιό αντίδοτο της μείωσης της περιεκτικότητας των νομισμάτων σε πολύτιμα μέταλλα». Η κυκλοφορία του πληθωριστικού χρήματος έκανε τους ανθρώπους να αποθησαυρίζουν τα παλιά νομίσματα και το 1696 ο χρονικογράφος Τζον Εϊβελιν έγραφε στο ημερολόγιό του για την έλλειψη νομισμάτων «όχι μόνο για τη λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και για την αγορά των καθημερινών ειδών».



Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

κοινωνια της μουσικης


KOINΩΝΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Η μουσική είναι μια μορφή ολικής έκφρασης του ανθρώπου, στην οποία τα συναισθήματα και η ευαισθησία ενώνονται με την εξυπνάδα και την έμπνευση και απώτερος σκοπός είναι η δημιουργία. Η μουσική καλλιεργεί το αισθητικό κριτήριο του ανθρώπου, διευρύνει τις συναισθηματικές του ικανότητες, ενθαρρύνοντάς τον να εξερευνήσει και να εκφράσει τα αισθήματά του. Βοηθάει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητα, την καταγωγή του και τον εν γένει εσωτερικό του κόσμο. Η Μουσική είναι τόσο παλιά όσο και η γλώσσα. Ουσιαστικά εξελίχθηκε παράλληλα με τον άνθρωπο. Όμως, ο έναρθρος λόγος, ποτέ δεν μπόρεσε να αποδώσει όλες τις αποχρώσεις των υποκειμενικών, προσωπικών, ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων. Γι' αυτό και ο άνθρωπος ανέπτυξε ένα άλλο ηχητικό μέσο για να εκδηλώνεται και να εκφράζεται: τον Μουσικό Λόγο. Όπως η Γλώσσα χρησιμεύει για την έκφραση των παραστάσεων, των εννοιών, για την ονομασία των πραγμάτων, έτσι, και η Μουσική, αποδεικνύεται μία απαραίτητη ανάγκη τής ζωής, διερμηνεύοντας την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλες τις εκφάνσεις της. Η μουσική είναι μάρτυρας της εξέλιξης της ανθρωπότητας και φέρει πάνω της ανεξίτηλα τα σημάδια των ιστορικών αλλαγών. Ενσαρκώνει τις αξίες, τις αρχές και τα πιστεύω των διαφόρων λαών και αναδεικνύει την ιδιαιτερότητά τους στο πέρασμα των αιώνων. Η παρούσα ανάλυση θα ασχοληθεί με την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής κατά η διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, από τη δημιουργία δηλαδή του νεότερου ελληνικού κράτους και μετά. Στόχος είναι η σύγκριση των κοινωνικών δομών κάθε σημαίνουσας περιόδου της εποχής αυτής με την αντίστοιχη τροποποίηση των μουσικών ακουσμάτων του ελληνικού λαού. Σε όλον το 19Ο αιώνα λοιπόν στην Ελλάδα η οποία προσπαθεί να ορθοποδήσει κοινωνικά και πολιτικά και να δημιουργήσει τις δομές για να στηριχθεί το νέο κράτος, εμφανίζονται κυρίως δύο διαφορετικές εκφάνσεις της μουσικής. Η μία η οποία επικρατεί στην ελληνική ύπαιθρο και υπήρχε και τους προηγούμενους αιώνες είναι η δημοτική μουσική της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και της Ηπείρου με βάση το κλαρίνο σε βυζαντινά μουσικά πατήματα και λαϊκούς στίχους αγνώστων. Η άλλη έκφανση είναι η επτανησιακή μουσική και η όλη εξέλιξή της δηλαδή η επιρροή από την δυτικοευρωπαϊκή ρομαντική σχολή και τα αριστουργήματα των Μάντζαρου, Σαμάρα, Λαβράγκα και Καλομοίρη. Το μεν δημοτικό τραγούδι αντανακλά τον τρόπο ζωής του βασανισμένου ελληνικού λαού καθώς οι στίχοι περιγράφουν την καθημερινότητα, τις δυσκολίες της διαβίωσης των Ελλήνων, τους έρωτες τα πάθη, την ιστορία τους. Το δε Επτανησιακό ρεύμα επίσης δίνει ένα στίγμα του τρόπου ζωής των κατοίκων, της ευρωπαϊκής τους παιδείας, της γενικότερης επαφής με δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζονται στο ελληνικό μουσικό στερέωμα διάφορα ρεύματα τα οποία φέρουν καθαρές επιρροές από την ιωνική μουσική δηλαδή την εξέλιξη της βυζαντινής, λόγω επαφής με τον Μικρασιάτικο Ελληνισμό, η οποία γίνεται πολύ έντονη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή όπου εγκαθίστανται Μικρασιάτες στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι εμφανίζονται στα ακούσματα των Ελλήνων τα σμυρναίικα τραγούδια και τα ρεμπέτικα και προστίθενται στα δημώδη άσματα της υπαίθρου που προαναφέρθηκαν τα θρακιώτικα, τα ποντιακά και τα μικρασιάτικα. Νέα θεματολογία συμπεριλαμβάνεται στους στίχους των τραγουδιών η οποία έχει να κάνει με τα σύγχρονα προβλήματα των εργατών, με την αστικοποίηση και με την αρχή της ταξικής κοινωνίας και στον ελλαδικό χώρο. Την ίδια εποχή στις μεγάλες πόλεις υπάρχει ένα κομμάτι του πληθυσμού υψηλής «οικονομικής και κοινωνικής στάθμης» που ασχολείται με το ελαφρό τραγούδι που επίσης αποτελεί κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και της κατοχής το λαϊκό-ρεμπέτικο τραγούδι κυριαρχεί στα ακούσματα των Ελλήνων και περνώντας μηνύματα κάτω από τη μύτη των εκάστοτε δικτατόρων και κατακτητών αποτελεί την πρωτόλεια μορφή του «πολιτικού» τραγουδιού. Μεταπολεμικά αρχίζει μία μικτή περίοδος του ελληνικού τραγουδιού. Από τη μία εμφανίζονται στο στερέωμα μουσικοί όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης, ο Σαββόπουλος, ο Νότης Μαυρουδής και άλλοι οι οποίοι απογειώνουν το Ελληνικό τραγούδι μελοποιώντας στίχους μεγάλων ποιητών και παρουσιάζοντας αριστουργήματα με αποτέλεσμα να περάσει το ελληνικό τραγούδι τα σύνορα της χώρας. Η όλη κοινωνική κατάσταση, η δίψα του λαού για ελευθερία, το γενικότερο παγκόσμιο πνεύμα απελευθέρωσης που εισήχθη και στη χώρα μας αντικατοπτρίζεται πλήρως σ’ αυτό το είδος της μουσικής. Από την άλλη όμως αρχίζει να εμφανίζεται ένα νέο είδος που ονομάζεται λαϊκό τραγούδι που παραγκωνίζοντας το ρεμπέτικο σιγά σιγά επικρατεί δίνοντας το στίγμα μιας κοινωνίας που μεταναστεύει στο εξωτερικό, που μετατοπίζεται από την ύπαιθρο στις πόλεις. Είναι εκτός εξαιρέσεων πιο εύκολο και ευτελές από το ρεμπέτικο και εισάγει νέους ρυθμούς οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με κανένα παραδοσιακό άκουσμα και είδος μουσικής. Ρυθμοί και δρόμοι που ομοιάζουν προς ανατολικούς, αραβικούς και ισραηλίτικους ήχους παρά με οτιδήποτε άλλο ελληνικό. Έτσι καταλήγουμε στις τελευταίες δύο δεκαετίες όπου υπάρχουν επίσης ποικίλα ρεύματα στην ελληνική μουσική. Υπάρχει η ‘έντεχνη’ όρος που χρησιμοποιείται ίσως και με ειρωνεία από κάποιους, που έχει να παρουσιάσει θαυμάσια μουσικά αποτελέσματα και έχει κοινό κυρίως στα νεότερα ηλικιακά στρώματα της κοινωνίας και ασχολείται με ευρύ φάσμα θεματολογίας, αντλώντας θέματα από τη ζωή, την παράδοση, την ιστορία, τα σύγχρονα προβλήματα.
Αυτό όμως που κυριαρχεί είναι η μετεξέλιξη του προηγούμενα αναφερθέντος λαϊκού τραγουδιού:Το σύγχρονο νεολαικό ρεύμα. Πρόκειται για μια βιομηχανία που θυμίζει κρεατομηχανή η οποία εισάγει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς νέα ‘ταλέντα’ και τα εξάγει με την ίδια ευκολία αν δεν στέκονται καλά στο στερέωμα. Δημιουργοί γράφουν τραγούδια ή μάλλον ολόκληρους δίσκους σε μια νύχτα και έτσι προκύπτουν ίδιας κοπής άσματα και αλλάζουν τα ωραία προσωπάκια που τα ερμηνεύουν. Αυτός ο μουσικός ξεπεσμός αντικατοπτρίζει τον ξεπεσμό της κοινωνίας της αρπαχτής, του γρήγορου κέρδους εις βάρος του άλλου ή του συνόλου και του εκφυλισμού των αρχών και των αξιών μας. Αντικατοπτρίζει τον τρόπο διασκέδασης της μεγαλύτερης μερίδας των νέων σε σκοτεινές αίθουσες που χωρούν χιλιάδες, που χορεύονται χοροί σκυφτοί και όχι με ψηλά το κεφάλι και περήφανοι όπως παλιά, που πολλά χρήματα αλλάζουν χέρια προς όφελος επιτηδείων κάθε νύχτα. Η μόνη ελπίδα η υγιής νεολαία που ασκείται σε ελληνικά και ξένα άσματα με πραγματική μουσική και στίχο προβληματισμού. Ας ελπίσουμε μεγαλώνοντας να μην προδώσουν τις μουσικές αρχές τους και να λειτουργήσουν και στην κοινωνία όπως και στη μουσική.