Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ: «Κατοχική βία, 1939-1945: η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία»


Η σημερινή ανάρτηση αποτελεί το πρώτο από τα τρία μέρη της παρουσίασης του Παναγιώτη Αμπεριάδη στο διεθνές συνέδριο για την κατοχική βία στο Κομμένο της Άρτας στις 16-18 Αυγούστου 2014. Τίτλος της παρουσίασης είναι: "Μορφές και πρακτικές βίας της βουλγαρικής κατοχής στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας, η περίπτωση της Αχλαδινής".







ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
    Ήταν 6 Απριλίου 1941 όταν ο ελληνικός στρατός παρά τη σθεναρή του αντίσταση στο οχυρό Ρούπελ ηττάται από τις ναζιστικές δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ. Η περιοχή από το Στρυμόνα έως τη γραμμή Σβίλεγκραντ - Αλεξανδρούπολη  μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης -εκτός από μία στενή λωρίδα εκτάσεως 2970 τετρ.χλμ στα σύνορα  Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία και εξαιρέθηκε- παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία από τη Γερμανία ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Άξονα (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Η Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, 2002:σελ.38-39). Έκτοτε για τους Βούλγαρους κατακτητές η μεγάλη αυτή έκταση ανήκε διοικητικά στην “περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας” ή “Αιγαίου” ή “Αγαιίδα” (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην τέταρτη περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα-Πλόβντιβ-Μπελομόρε) της βουλγαρικής επικράτειας. Μέσα σε αυτήν και η επαρχία Νέστου, η ανατολικότερη του Νομού Καβάλας, με πρωτεύουσα τη Χρυσούπολη και ακτινωτά τοποθετημένα γύρω της σε ορεινό όγκο, ημιορεινή περιοχή (γιακά) και κάμπο 75 χωριά από τα οποία σήμερα κάποια υπάρχουν και κάποια όχι. (Λιθοξόου Δημήτρης Περιοχή Σαρί Σαμπάν (Χρυσούπολη)Χωριά της Καβάλας 1900-1940 [2011])

Και ενώ στις 9 Απρίλη του '41 φτάνει το πρώτο γερμανικό στράτευμα στην πόλη των Σερρών ως επιβεβαίωση της κατάληψης όλης της περιοχής,  μετά από τις διεργασίες και την ολοκλήρωση της συναλλαγής μεταξύ γερμανικού και βουλγαρικού καθεστώτος, στις 23 του ίδιου μήνα καταφτάνουν στην πόλη των Σερρών τα πρώτα βουλγαρικά στρατεύματα. Στις 5 Μαΐου τοιχοκολλήθηκε στα κύρια σημεία των σερραϊκών δρόμων, με αριθμό πρωτοκόλλου 3125, η τελευταία στα ελληνικά γραμμένη με γραφομηχανή ανακοίνωση: “Φέρομεν εις γνώσιν των κατοίκων της πόλεως Σερρών ότι από σήμερον η εξουσία Σερρών παρεδόθη εις τα βουλγαρικά στρατεύματα. Υπό την νέαν εξουσίαν και διοίκησιν είμεθα πεποισμένοι ότι θα συνεχιστεί η αυτή νομιμοφροσύνη του πληθυσμού και ότι η συμβίωσίς μας μετά των γειτόνων μας θα είναι αδελφική. Επί τη ευκαιρία ταύτη συνιστώμεν απόλυτον πειθαρχίαν εις τας αποφάσεις της Γερμανίας και της γερμανικής διοικήσεως δεδομένου ότι αι τύχαι της Ελλάδος εξερτώνται εκ της Μεγάλης Γερμανίας”. Ο Δήμαρχος Γ. Γεωργιάδης.  (http://www.serrelib.gr/boulgarikikatohi.html).

Έκτοτε αρχίζει η εφαρμογή της πιο στυγνής και σκληρής κατοχής ελληνικού εδάφους στα σύγχρονα χρόνια. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μία ξένη χώρα ως δυνάμεις κατοχής. Αντίθετα οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος και σκόπευαν να μείνουν οριστικά. Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες αποτελούσαν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα της βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην περιφέρεια της “Αιγαιίδας”, κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι συγκεκριμένα  κατά εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Έλληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιο κλπ).

Το βουλγαρικό κράτος υπό τον τσάρο Βόρι Γ' επεξεργάστηκε και άρχισε να υλοποιεί ένα σχέδιο αφελληνισμού και βουλγαροποίησης της κατεχόμενης περιοχής με σκληρές και βάναυσες μεθόδους. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του Μαΐου οι Βούλγαροι κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτήρια, εξεδίωξαν αιρετούς και υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση. Οι Μητροπολίτες ειδοποιήθηκαν να διατάξουν την άμεση εξάλειψη ελληνικών επιγραφών από τους ναούς και να μνημονεύουν στο εξής στη θεία λειτουργία το βασιλιά Βόρι Γ΄ και τον Βούλγαρο Έξαρχο (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:51-53).

Η προσπάθεια αφελληνισμού και βουγλαροποίησης ήταν οργανωμένη, προσχεδιασμένη και πολυεπίπεδη και στόχευε:
  1. Στον πλήρη εκβουλγαρισμό της διοίκησης και στην αποστέρηση του ελληνικού πληθυσμού από τους πνευματικούς τους ηγέτες και ηθικά του στηρίγματα. Πρώτοι απελάθηκαν προς την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα οι Μητροπολίτες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους μέσα σε ελάχιστό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια ακολούθησαν όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι, οι επιστήμονες, οι δάσκαλοι, οι διανοούμενοι, ο κατώτερος κλήρος και γενικά όσοι μπορούσαν να επηρεάσουν τον πληθυσμό λόγω κύρους και θέσεως. Οι υγειονομικές, οι κτηνιατρικές, οι γεωπονικές υπηρεσίες συστάθηκαν κατά τα πρότυπα εκείνων του βουλγαρικού κράτους και εντάχθηκαν στις αντίστοιχες βουλγαρικές. Οι περιουσίες όλων αυτών, που εκδιωγμένοι άρον άρον κατέφυγαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, δημεύτηκαν από τους Βούλγαρους και μόνο όσοι από αυτούς δήλωναν Βούλγαροι υπήκοοι έσωζαν τα υπάρχοντά τους. Πολύ γρήγορα στον Νομό Καβάλας εμφανίστηκαν τα πρώτα διατάγματα, προκηρύξεις και οι πρώτες δηλώσεις αξιωματούχων.  Αφηγείται ο συγγραφέας Παναγιώτης Αμπεριάδης στο βιβλίο του “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”: “Στις 15 του Μάη συντελέστηκε η κατοχή. Αυτό το μάθαμε και επίσημα από την προκήρυξη που κυκλοφορούσε στα ελληνικά του Βούλγαρου στρατιωτικού διοικητή, ο οποίος αφού μας διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις των αρχών κατοχής, υποσχόταν ασφάλεια τιμής, ζωής και περιουσίας, και διατύπωνε την έκπληξή του, πως ενώ είμαστε Βούλγαροι ξεχάσαμε τη γλώσσα τόσο γρήγορα. Σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφόρησε η εγκύκλιος του ιεροκήρυκα Χρόνη (ο Δεσπότης είχε ήδη αναχωρήσει για τη Νότια Ελλάδα την επόμενη της επίθεσης), ο οποίος ανάμεσα στα άλλα εξέφραζε τις ευχαριστίες του στο Θεό, διότι τα μέρη μας παραχωρήθηκαν με τη θεία πρόνοια στην προστασία των βουλγαρικών στρατευμάτων και έδινε εντολή στους ιερείς της δικαιοδοσίας του, να μνημονεύουν τον Βασιλέα ημών Βόριδα, την βασίλισσα Ιωάννα, τον διάδοχο Συμεών και όλη τη βασιλική οικογένεια. Πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι πρώτοι πρόεδροι βούλγαροι στα χωριά, οι πρώτοι χωροφύλακες στους σταθμούς χωροφυλακής, οι οποίοι βρήκαν επίσης αμέσως Έλληνες συνεργάτες.” (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.57-58).
  2. Στον εποικισμό της περιοχής από βούλγαρους κατοίκους. Το βουλγαρικό κράτος κατέβαλε κολοσσιαίες προσπάθειες να αλλοιώσει τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η παρότρυνση μετακίνησης κατοίκων του κυρίως βουλγαρικού κράτους προς την “νεοαπελευθερωθείσα περιοχή” και ο δεύτερος ήταν ο εξαναγκασμός των Ελλήνων κατοίκων να υπογράψουν δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας. Για το πρώτο σκέλος του εποικισμού εφημερίδες της εποχής κατακλύζονταν από δηλώσεις και άρθρα που προέτρεπαν στην μετανάστευση προς την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Φίλωφ σε συνέντευξη του στη γερμανική εφημερίδα Μπέντσεν Τσάιτουγκ (19 Νοεμβρίου 1941) καθόριζε το εποικιστικό πρόγραμμα: “Αρχίζει ο εποικισμός εις την περιοχήν του Αιγαίου πελάγους, διότι το ζήτημα εκεί είναι επείγον...Θα εποικιστούν με τη βοήθεια εξαιρετικών μέτρων της κυβερνήσεως κατά τα επόμενας εβδομάδας και μήνας χιλιάδες βουλγαρικαί οικογένειαι.” Η μετακίνηση πριμοδοτήθηκε με αγορά κατοικιών σε ελάχιστη αξία, φοροαπαλλαγές και δωρεάν μεταφορά στους νέους τόπους. Μολαταύτα ο εποικισμός έβαινε βραδύτατα. Στη νέα βουλγαρική απογραφή της περιοχής “Αιγαιίς” στις 19/02/1942 (εφημερίδα Ζορά) ο νέος πληθυσμός κατά τους Βουλγάρους ανέρχεται σε 400.000 Έλληνες, 80.000 Βούλγαρους, 70.000 Μουσουλμάνους και 40.000 υπόλοιπους άλλες εθνικότητες. Όσον αφορά τον εξαναγκασμό των Ελλήνων να υπογράψουν δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, πλήθος διαταγμάτων δεν επέτρεπε στους Έλληνες να κάνουν το παραμικρό (έναρξη επιχειρήσεων, αγοραπωλησία εμπορευμάτων και αγροτικών προσόντων, λήψη εγγράφων από τον κρατικό μηχανισμό) χωρίς να έχουν τη βουλγαρική υπηκοότητα.
  3. Στην πλήρη ένταξη της εκπαίδευσης της περιοχής, στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η βουλγαρική προπαγάνδα θεωρούσε την εκπαίδευση κορωνίδα του γρήγορου και αποτελεσματικού εκβουλγαρισμού της περιοχής, όπως ήταν φυσικό, και γι' αυτό έδωσε μεγάλο βάρος και χρηματοδότησε αφειδώς τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας Μπόγκνταν Φίλοφ ήταν ταυτόχρονα και Υπουργός Εθνικής Παιδείας. Με απόφαση του Υπουργείου λοιπόν συστάθηκε η Ενιαία Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αιγαίου που εντάχθηκε συμφώνως με τον διοικητικό διαχωρισμό, στην 4η εκπαιδευτική περιοχή. Έδρα της καθώς και έδρα του Περιφερειακού Σχολικού Επιθεωρητή ορίστηκε η Ξάνθη. Τα σχολεία οργανώθηκαν στο βουλγαρικό πρότυπο δηλ. Βασικό 1η-4η τάξη, προγυμνάσιο 5η-8η τάξη και Γυμνάσιο 9η-11η τάξη.  Στα σχολεία της νέας επαρχίας μεταφέρθηκαν ορφανοί και άποροι μαθητές από το εσωτερικό της Βουλγαρίας και σ' αυτά φοιτούσαν όσα Ελληνόπουλα το επιθυμούσαν, τα οποία βαφτίζονταν Βουλγαρόπαιδες της Ελληνικής Μακεδονίας, ενώ τα παιδιά των Αρμενίων και των Τούρκων μπορούσαν να πηγαίνουν στα δικά τους σχολεία, τα οποία διατηρήθηκαν. Αντίθετα τα παιδιά των Πομάκων φοιτούσαν υποχρεωτικά σε βουλγαρικά σχολεία, που λειτούργησαν στα χωριά τους. Οι δάσκαλοι από την Βουλγαρία για να δελεαστούν, λάμβαναν ειδικά προνόμια όπως αύξηση μισθού κατά 5.000 λέβα, έξτρα πριμ, δωρεάν βιβλία, κατάληψη θέσης χωρίς διαγωνισμό. Οι Έλληνες μαθητές διδάσκονταν υποχρεωτικά βουλγαρικά τραγούδια, τον Εθνικό Ύμνο και τον Ύμνο του Βασιλέως καθώς και την καθημερινή προσευχή. Πάντως το αφομοιωτικό σχέδιο του Υπουργείου δεν φάνηκε πολύ αποτελεσματικό, γιατί οι γονείς προτιμούσαν τα παιδιά τους ανεκπαίδευτα παρά Βουλγαρόπαιδες. (το 1942 ο αριθμός των ελληνικών σχολείων ήταν 1042 έναντι 173 βουλγαρικών, ενώ οι μαθητές αντίστοιχα μειώθηκαν την ίδια χρονιά σε μόλις 11.021 από 137.614 που ήταν προπολεμικά). (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:84-95).
  4. Στον πλήρη έλεγχο των συναλλαγών, του νομίσματος, του εμπορίου και της φορολογίας. Είναι γεγονός ότι στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη η ελληνικές κυβερνήσεις από το 1922 έως το 1936, χρηματοδότησαν τεράστια αναπτυξιακά έργα, αντιπλημμυρικά, αρδευτικά, έργα οδοποιίας κλπ, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των γηγενών αλλά κυρίως των προσφύγων, για να θεωρήσουν τη νέα τους γη πατρίδα. Οι Βούλγαροι λοιπόν έπρεπε να ασκήσουν τιτάνιες προσπάθειες εκβουλγαρισμού στη βάση του ελέγχου της οικονομίας και της ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο προέβησαν σχεδόν άμεσα στην κατάργηση της δραχμής, του εθνικού νομίσματος των Ελλήνων. Από τις 6 έως τις 19 Ιουνίου κλήθηκαν ιδιώτες και επιχειρήσεις να καταθέσουν στην Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας  νομίσματα αξίας 100 δραχμών και πάνω, ενώ στις 19 Ιουνίου η δραχμή κηρύχτηκε άκυρη. Οι κάτοικοι κλήθηκαν να ανταλλάξουν τις δραχμές με λέβα και εισέπρατταν μόνο το 60% της αξίας, ενώ για το υπόλοιπο 40% λάμβαναν κρατικές ομολογίες. Τα βιβλία και τα ταμεία των ελληνικών τραπεζών κατασχέθηκαν υπέρ του βουλγαρικού δημοσίου. Η μέγιστη ανάληψη από ιδιώτη ορίστηκε στα 2.000 λέβα και οι αγοραπωλησίες γης στην περιοχή Αιγαίου γινόταν μόνο σε βούλγαρους αγοραστές. Επιπλέον οι επιχειρήσεις έπρεπε να προσαρμόσουν τα καταστατικά και τα εταιρικά τους συμβόλαια στις διατάξεις του βουλγαρικού νόμου. Η φορολογία που επιβλήθηκε στους Έλληνες κατοίκους ήταν εξοντωτική. Οι δημεύσεις περιουσιών, κτημάτων, καταστημάτων αλλά και προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής ήταν καθημερινές. Απαγορεύθηκε η άσκηση του επαγγέλματός τους σε ιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς και λοιπούς επιστήμονες και η προπαγάνδα επέβαλλε την αντικατάσταση όλων των πινακίδων καταστημάτων και υπηρεσιών με αντίστοιχες στην βουλγαρική. Χαρακτηριστικές οι εικόνες από την καθημερινή ζωή κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η ίδια σκληρή προπαγάνδα επέβαλλε ταμπέλες σε εμπορικά καταστήματα “ομιλείτε βουλγαρικά”, ενώ χαρακτηριστική είναι και η διαφήμιση στην εφημερίδα της Καβάλας Belomorie “Ταξιδεύετε και εμπιστεύεστε τα προϊόντα σας μόνο σε βουλγαρικά πλοία”.(Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:107-114).  Η σκληρότητα της καθημερινότητας απεικονίζεται έντονα σε δυο χωρία από το προαναφερθέν βιβλίο του Παναγιώτη Αμπεριάδη: “Αρχές Ιουνίου του 1941 η ζωή εξακολουθούσε τον ρυθμό της. Η τάξη αποκαταστάθηκε εν μέρει και η λαϊκή αγορά της Χρυσούπολης λειτουργούσε κανονικά. Η δραχμή κυκλοφορούσε ακόμη, αλλά η αξία της κάθε μέρα έπεφτε, έως ότου σε τρεις τέσσερις μήνες εκμηδενίστηκε. Αντικαταστήθηκε από το λέβα, το εθνικό νόμισμα των Βουλγάρων............ Στην πόλη της Καβάλας όμως το πρόβλημα της πείνας ήταν εντονότερο. Οι Αρχές έδιναν διακόσια γραμμάρια καλαμποκίσιο ψωμί τη μέρα το οποίο φυσικά δεν ήταν αρκετό. Έτσι παρατηρήθηκε το γεγονός της εξόδου των Καβαλιωτών προς την ύπαιθρο για την αναζήτηση τροφής. ”. (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.58).Το 1942 ήταν το σκοτεινότερο έτος του πολέμου. Τώρα, το μόνο ζήτημα που μας απασχολεί είναι το πρόβλημα της πείνας. Στα σπίτια, στα καφενεία, στην πλατεία, στους δρόμους όλοι συζητάνε για την πείνα. Στην αγορά της Χρυσούπολης δεν υπάρχει κανένα αγαθό για να πουληθεί. Το σιτάρι το κατέσχεσαν το περασμένο καλοκαίρι οι Βούλγαροι, το καλαμπόκι πουλιέται στη μαύρη αγορά με ογδόντα-εκατό λέβα και αυτό όχι σε ικανοποιητικές ποσότητες. Μας βρίσκεται όμως αρκετό γάλα, αγελαδινό ή κατσικίσιο το οποίο αποτελεί τη βασική μας διατροφή........ Όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση, ομάδες κατοίκων των γύρω χωριών αλλά και από την Καβάλα κατέκλυσαν το χωριό μας. Όλοι αυτοί ζητούσαν λίγο ψωμί για να κορέσουν την πείνα τους. Ήταν αποκαρδιωτικό και σπαρακτικό το θέαμα κινούμενων σκελετών για την αναζήτηση τροφής......... Η τρομοκρατία όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και εντείνεται καθημερινά. Οι Βούλγαροι έλεγχαν τα πάντα, την δημόσια διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την αστυνομία και φυσικά τον στρατό και την δικαιοσύνη. Η υποτυπώδης λειτουργία της τελευταίας στα μέρη μας, την έκανε σχεδόν ανύπαρκτη. Όσο για κοινωνική πρόνοια και δημόσια έργα, δεν μπορούσε να γίνει ούτε κουβέντα. Τα πράγματα όμως για τον κόσμο ήταν τραγικά, όσον αφορά το οικονομικό. Προείχε η επάρκεια του ψωμιού, όλα τα υπόλοιπα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Όλα υποφέρονταν εκτός βέβαια από το θάνατο. Ο θάνατος από ασιτία είναι φρικτότερος όλων. Ο δυνάστης πήρε στα χέρια του όλη την οικονομική ζωή του τόπου. Την διαχείριση όλων των μικροβιοτεχνιών και των μικροεπιχειρήσεων τις ανέλαβαν Βούλγαροι επαγγελματίες. Ακόμη και τα πιο εύφορα χωράφια του κάμπου, παραχωρήθηκαν σε Βουλγάρους εποίκους. Ο εκβουλγαρισμός σε τέλεια και μελετημένη εφαρμογή. Παράλληλα ο δυνάστης έδιωξε βίαια όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, τους διανοούμενους και κυρίως τους στρατιωτικούς στην Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στη προσπάθεια του να αποθαρρύνει τον απλό λαό, πράγμα που το πέτυχε απόλυτα. Ύστερα από τον αποδεκατισμό του πληθυσμού, στα μέρη μας παρέμεινε η μεγάλη μάζα του απλού λαού, του κόσμου που αγαπά τις παραδόσεις και τον τόπο του πολύ, πιστά και με μεγάλη ανιδιοτέλεια. Νέοι Απόστολοι της ιδέας του Ελληνισμού εμφανίστηκαν μέσα από αυτές τις μάζες. Άνθρωποι με μόρφωση του δημοτικού σχολείου, έπιαναν τον σφυγμό του κόσμου και με την ενθάρρυνση, την πίστη για την δίκαιη έκβαση του αγώνα και το σπουδαιότερο με τη διάδοση επιθυμητών ειδήσεων από τα μέτωπα του πολέμου, διογκωμένων τις περισσότερες φορές, πέτυχαν το έργο τους, δηλαδή αρχικά την συγκράτηση και αργότερα την αναπτέρωση του ηθικού του λαού με την βεβαιότητα πως πλησιάζει η άγια μέρα της απελευθέρωσης. Με το όραμα της άγιας αυτής μέρας περνάει ο κόσμος τη δύσκολη εποχή που διανύουμε”. (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.164).




Δεν υπάρχουν σχόλια: