Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ















Τα επόμενα χρόνια ένα από τα πιο δημοφιλή δώρα που θα μπορεί κάποιος να κάνει στους αγαπημένους του θα είναι ένα φτηνό για τις δυνατότητές του gadget, το οποίο θα περιέχει σε ηλεκτρονική μορφή έναν ικανό αριθμό βιβλίων, τα οποία θα μπορεί να αναγνώσει, και να ξεφυλλίσει κάποιος ακούγοντας πιθανότατα και τον ήχο της σελίδας που γυρνάει πάντα με ηλεκτρονικό τρόπο. Έτσι μια συσκευή λίγο μεγαλύτερη από ένα κινητό τηλέφωνο θα αποτελεί τον φορέα κάποιων τίτλων βιβλίων και θα κάνει παιχνιδάκι τη μεταφορά ενός αριθμού τόμων που σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση θα ή ήταν πολύ δύσκολη έως και αδύνατη.
Πρωτοπόρος στην διαδικασία της ψηφιοποίησης των βιβλίων ήταν όπως και σε πολλούς άλλους τομείς του διαδικτύου η μεγαλύτερη εταιρία που δραστηριοποιείται σ’ αυτό η Google. Η ιδέα ήταν αρχικά να ψηφιοποιήσουν έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες των Ηνωμένων Πολιτειών και κατ’ επέκτασιν με τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη, τις οποίες βέβαια θα αποζημίωναν. Τότε η ένωση Αμερικάνων συγγραφέων κινήθηκε δικαστικά για να κατοχυρώσει τα δικαιώματα των μελών της. Το αποτέλεσμα του αγώνα αυτού ήταν να δικαιωθούν οι Αμερικάνοι συγγραφείς και να αναγκαστεί η Google αφού τους αποζημιώσει με το ποσό το οποίο είχε επιδικαστεί η παρανομία να παίξει από εκεί και μετά με τους κανόνες των συγγραφέων. Οι τελευταίοι επιθυμώντας να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους συμφώνησαν να αμείβονται με ένα μεγάλο ποσοστό των εσόδων της διαδικτυακής εταιρίας, τα οποία θα προκύπτουν από την ανάγνωση και το ‘κατέβασμα’ των πνευματικών τους προϊόντων.
Όλα αυτά πολύ καλά ως εδώ και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τα πλεονεκτήματα της ψηφιοποίησης δισεκατομμυρίων εγγράφων μέχρι σήμερα, στα οποία μπορεί να έχει πρόσβαση ο καθένας, καθιστώντας το διαδίκτυο μια άπειρη πηγή γνώσης σαν τις κοχλιώδεις άπειρες νοητές βιβλιοθήκες του Μπόρχες. Είναι αλήθεια πως το δίκτυο και η τεχνολογία γενικότερα επέφεραν αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου και σαφώς θα πρέπει να φιλτράρουμε τις δράσεις μας που έχουν σχέση με αυτά ώστε να τα χρησιμοποιούμε αμφότερα για ωφέλιμους σκοπούς.
Είναι η έκφανση αυτή του διαβάσματος όμως παράταιρη κατά την προσωπική μου εκτίμηση και μη συμβατή με την παραδοσιακή πανάρχαια εικόνα που έχουμε σχηματισμένη στο μυαλό μας για την έννοια του διαβάσματος. Η ανάγνωση του κάθε βιβλίου είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τη χρονική περίοδο της ζωής μας κατά την οποία το διαβάσαμε, με τη διάθεσή μας, με τα συναισθήματα που μας δημιούργησε, με την καλλιέργεια που μας παρείχε. Είναι τελείως φυσιολογικό να μας έχει μείνει ως ανάμνηση η μυρωδιά ενός βιβλίου, η παλαιότητά του, η αδρότητα ή η λεπτότητα και γενικά η υφή των σελίδων του, η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή του, ο τρόπος που το αποκτήσαμε, το πρόσωπο που μας το χάρισε ή μας το δάνεισε, η βιβλιοθήκη από όπου το πήραμε. Γι’ αυτό άλλωστε βλέποντας όλα τα βιβλία, μπροστά μας στην προσωπική μας βιβλιοθήκη αναπολούμε μνήμες, εμπειρίες και παραστάσεις που μας πρόσφερε το καθένα από αυτά, ταξίδι που μπορεί να κρατήσει πάρα πολύ.
Σε καμία περίπτωση λοιπόν η υπερσύγχρονη ηλεκτρονική συσκευή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τελετουργία και τη μυσταγωγία που κρύβει η ανάγνωση ενός βιβλίου, με όλες τις παραμέτρους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, όσο πιστή κι αν είναι η αντιγραφή της διαδικασίας του παραδοσιακού διαβάσματος που πράττει. Αυτό που επίσης πρέπει να ελεγχθεί είναι το αν η αφομοίωση εννοιών είναι εφικτή σε ένα κείμενο ηλεκτρονικά γραμμένο σε σχέση πάντα με ένα κείμενο τυπωμένο σε χαρτί. Το πρώτο το περνάς στα γρήγορα με μια κίνηση του ‘ποντικιού’ ενώ το δεύτερο το ξαναδιαβάζεις, το υποσημειώνεις, το υπογραμμίζεις και έτσι το κατανοείς καλύτερα.
Τα σημαντικότερα πάντως πράγματα που θα χαθούν σε περίπτωση που στο μέλλον θα διαβάζουμε με ηλεκτρονικά μηχανήματα θα είναι αυτές οι άκρως γοητευτικές βόλτες στις εκθέσεις βιβλίου τα ανοιξιάτικα απογεύματα, η μούχλα του υπογείου του Μπαρμπουνάκη στην Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, το ξεσκόνισμα των περιοδικών και των παμπάλαιων βιβλίων στο Μοναστηράκι για να διαβάσεις το εξώφυλλο, η δυνατότητα να κάνεις πολύ ωραία δώρα στα αγαπημένα σου πρόσωπα, το χάρτινο στολίδι στο κομοδίνο σου που ενίοτε σου πέφτει στο κεφάλι από τη νύστα διαβάζοντάς το πριν κοιμηθείς. Κρίμα να το αντικαταστήσουμε και αυτό με πλαστικό υποκατάστατο.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ



















Όλα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό σε πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, οικονομικό επίπεδο αναδεικνύουν ένα τεράστιο κενό. Το κενό που δημιουργεί η απουσία των πνευματικών ανθρώπων, αυτών που σε άλλες εποχές όχι πολύ μακριά από τη δική μας ‘σήκωναν’ στις πλάτες τους και αναδείκνυαν με αδιαμφισβήτητο από κάθε εξουσία τρόπο την κοινωνική βούληση και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ας ξεκινήσουμε όμως με τον ορισμό του πνευματικού ανθρώπου. Πνευματικός άνθρωπος καταρχήν δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια πνευματική δραστηριότητα και απλά διακρίνεται σ’ αυτήν ούτε καν ο επιτυχημένος επιστήμονας, πολιτικός, καλλιτέχνης. Ο πνευματικός άνθρωπος έχει καταρχάς γνωρίσει την καταξίωση και την καθολική αποδοχή στον επαγγελματικό του χώρο αλλά όχι μόνο αυτό. Με τις επιστημονικές του καταθέσεις, με τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες ή με τις πολιτικές του πεποιθήσεις και παρεμβάσεις έχει αλλάξει τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας και συντέλεσε στην ποιοτικότερη ζωή των ανθρώπων σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο. Κατέχει άπταιστη γνώση του αντικειμένου του και αυτό του επιτρέπει να εισάγει καινοτομίες, να βελτιώνει και να τελειοποιεί το αντικείμενό του αυτό. Το κυρίως χαρακτηριστικό του όμως είναι ότι έχει απαγκιστρωθεί από το στενό επαγγελματικό του αντικείμενο και ασχολείται με ευρύτερες δραστηριότητες, προσπαθεί νοητικά να διεισδύσει στις συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη και διαμορφώνουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Ο βίος του πνευματικού ανθρώπου διέπεται από τη σεμνότητα, την άμιλλα, τον αλτρουισμό, την ειλικρίνεια, την ανιδιοτέλεια, την αποστροφή για τα υλικά αγαθά, αξίες και αρχές που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει και σε όλους τους απλούς ανθρώπους με την καθημερινή του στάση.
Ο πραγματικός πνευματικός ηγέτης μιας κοινωνίας σε δύσκολες στιγμές σηκώνει στις πλάτες του την κοινωνική απαίτηση, βγαίνει μπροστάρης στους αγώνες και διεκδικεί για λογαριασμό όλης της κοινωνίας το δίκαιο. Όντας λοιπόν ο πνευματικός άνθρωπος η κορυφαία ύλη της ζωής, έχει τεράστια ευθύνη και καθήκον να βγαίνει κατά καιρούς και όποτε το απαιτεί η κοινωνική συνθήκη μπροστάρης στους αγώνες.
Στην εποχή μας λοιπόν οι πνευματικοί άνθρωποι φαίνεται να εκλείπουν. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι δεν εμφανίζονται να εκφράσουν την άποψή τους στις δύσκολες στιγμές που περνάει η κοινωνία σήμερα, να μπουν μπροστά στον κοινωνικό αγώνα, να εμπνεύσουν το λαό που δείχνει να πελαγοδρομεί ιδεολογικά. Δεν είναι ορθό αυτό που ακούγεται από ορισμένους ότι υπάρχουν και σήμερα πνευματικοί άνθρωποι απλά μέσα στη λαίλαπα της ισοπέδωσης των πάντων δεν εκφράζουν τις απόψεις τους προς τα έξω αλλά διαλογίζονται μοναχοί. Ο πνευματικός ηγέτης έχει το φως. Το φως δεν εκφράζεται με σκοτάδι, δεν κρύβεται όταν το κατέχεις. Άρα σήμερα το φως είναι προφανές ότι δεν υπάρχει. Αυτό συμβαίνει γιατί σήμερα με την κατάπτωση και την κατάρρευση των αξιών και των αρχών στις οποίες στηρίχθηκε η εξέλιξη του ανθρώπου, διαβρώθηκε τόσο πολύ η ανθρώπινη φύση που ακόμη και κάποιος να πλησιάζει τα χαρακτηριστικά του πνευματικού ανθρώπου επ’ ουδενί δεν μπορεί να τα συγκεντρώσει τα στοιχειώδη, άρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιος και να σηκώσει στις πλάτες του το βάρος αυτό. Επομένως άνθρακες ο θησαυρός και ανεπανόρθωτα εκτεθειμένοι αυτοί που αυτοϋπολογίζονται ή τους υπολογίζουν διπλανοί τους ως πνευματικούς ανθρώπους.
Πέρασαν ανεπιστρεπτί λοιπόν οι καιροί στους οποίους μια παρέμβαση του Ελύτη, του Σεφέρη, του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, του Αλέκου Παναγούλη, του Κωστή Παλαμά της Μελίνας Μερκούρη, του Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων άλλαζε τον ρου της σκέψης του λαού, αποτελούσε φάρο φωτεινό για την επόμενη κίνηση του πολίτη για την κατάκτηση της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αλήθειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής των πνευματικών ηγετών στο λαό αποτελεί η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Μεταφέρουμε αυτούσια τη διήγηση της Ιωάννας Τσάτσου που αποδεικνύει ότι ο ποιητής ασκούσε τεράστια επιρροή στο λαό και συνέπαιρνε τα πλήθη ακόμη και νεκρός:
«Ο Γερο – Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός. Πώς η είδηση μαθεύτηκε και ολόκληρη η Αθήνα κατέκλυσε το νεκροταφείο; Ποια ήταν εκείνη η σιωπηρή συμφωνία που μετέτρεψε την κηδεία του μεγάλου βάρδου σε παλλαϊκό
αντικατοχικό συλλαλητήριο; Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε, που μια
κηδεία μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας σε δύσκολους
καιρούς. Κάτι παρόμοιο έγινε τα μετέπειτα χρόνια και με την κηδεία του
Γεωργίου Παπανδρέου και του Γεωργίου Σεφέρη.
Οι κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου,
καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα
τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και
εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι
δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της
πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς
οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.
Πράγματι, η υπερφίαλη Γερμανία, καταλαβαίνοντας ότι η
αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, σκληραίνει ολοένα και περισσότερο
τη στάση της με συλλήψεις ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για
πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι απεργίες ξεσπούν η μία μετά την
άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και η
σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την Ακρόπολη.
Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το
σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην
συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή
τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της
ελληνικής γης:
"Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!"

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα.
Ήταν η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Ο επικήδειος,
που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της
Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα».