Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΜΕΡΟΣ Α'








Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης – Παναγιώτης Ε. Αμπεριάδης

Τυπολογία ατομικών μετακινήσεων και πρωτοβουλιών φυγής από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, 1941-44

Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τον Άξονα, η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Η Βουλγαρία πήρε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (εκτός από μια λωρίδα του νομού Έβρου στα ελληνοτουρκικά σύνορα), τη Θάσο και τη Σαμοθράκη.
Η Βουλγαρία ανήκε στις «αναθεωρητικές» δυνάμεις: θεωρούσε ότι είχε ζημιωθεί από τις διπλωματικές συμφωνίες που «έκλεισαν» τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, επε-δίωκε να μετατρέψει την κατοχή της περιοχής που της παραχωρήθηκε από τη Γερμανία σε ευκαιρία για ικανοποίηση των επεκτατικών της φιλοδοξιών προς Νότο.
Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης, οι βουλγαρικές αρχές κατοχής εφάρμοσαν αυστηρά μέτρα περιορισμού κάθε εκδήλωσης που θύμιζε ότι η κατεχόμενη περιοχή ήταν ελληνική. Ακόμη, υιοθετήθηκε μια πολιτική εξανδραποδισμού του ελληνικού πληθυσμού. Α-παγορεύτηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας και περιορίστηκαν οι δυνατότητες επαγ-γελματικής απασχόλησης σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων (συγκεκριμένη αναφορά θα γίνει στη συνέχεια). Επιπλέον, καταβλήθηκε προσπάθεια προσέλκυσης Ελλήνων στο βουλγαρικό κρατικό μηχανισμό, με μόνη προϋπόθεση την απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας. Όπως καταθέτει ένας πληροφορητής μας «Μια βδομάδα αφ' ότου έφυγα, οι Βούλγαροι καλέσανε τη μάνα μου στο Δημαρχείο και τη ρώτησαν που ήμουν και γιατί δεν παρουσιάστηκα στην επιλογή. Τους είπε ότι ήμουν άρρωστος και θα πήγαινα στη Θεσσαλο-νίκη για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Της είπαν να με ειδοποιήσουν να πάω στο εκεί προ-ξενείο τους για να φροντίσει αυτό για την θεραπεία μου και να επιστρέψω γιατί με χρειαζό-ταν σαν γεωπόνο. Πιστεύω ότι δεν έλεγαν ψέματα. Έχασα έτσι την ευκαιρία της ζωής μου!!
Στις 23 Απριλίου 1941 ο Έλληνας πρέσβης Παναγιώτης Πιπινέλης επέδωσε νότα του Υπουργείου Εξωτερικών με την οποία η εξόριστη κυβέρνηση της Ελλάδας διέκοπτε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Βουλγαρία. Την επόμενη μέρα ανεπίσημα και στις 4 Ιουνίου επίσημα η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας. Οι ενέργειες αυτές αποσκοπούσαν αφενός στο να εκθέσουν τη δωσίλογη κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου και αφετέ-ρου στο να προσδώσουν κύρος τόσο στα μάτια του ελληνικού λαού όσο και διεθνώς στην κυβέρνηση Τσουδερού.
Το 30ο γερμανικό Σώμα Στρατού παρέδωσε την περιοχή στους Βουλγάρους στο διά-στημα από 5 μέχρι 15 Μαΐου. Στις αρχές Μαΐου οι δυνάμεις της 2ης βουλγαρικής Στρατιάς ενισχύθηκαν από την 11η Μεραρχία Πεζικού και μετονομάστηκαν σε 1η Στρατιά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κονσταντίν Λούκας. Ο Λούκας στις 10/5/1941 εξέδωσε διαταγή που –μεταξύ άλλων- θέσπιζε ειδικές άδειες για να περιοριστεί η μετακίνηση πληθυσμών. Στις 5/6/1941 ακολούθησε νέα διαταγή του Λούκας η οποία απαγόρευε σε δικηγόρους και φαρμακοποιούς να ασκούν το επάγγελμά τους, ενώ και τα εμπορικά και χειροτεχνικά επαγγέλματα απαιτούσαν ειδική άδεια για την άσκησή τους. Δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, στις 21/5/1941, οι διοικητές δύο βουλγαρικών μεραρχιών (της 10ης και της 11ης) έλαβαν διαταγή να μην δημιουργούν εμπόδια σε όσους Έλληνες θα ήθελαν να απομακρυνθούν: αντίθετα, όφειλαν να τους διευκολύνουν, ιδίως τους διανοούμενους, ιερείς, εφέδρους αξιωματικούς και αστυνομικούς.
Αντιδρώντας σε αυτή την κατάσταση, πολλοί κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας που δεν αναγκάστηκαν ή δεν διατάχθηκαν άμεσα να φύγουν από τον τόπο τους επέλεξαν οι ίδιοι (όχι, βέβαια, με χαρά!) να φύγουν από την περιοχή. Η μετακίνηση αυτή, παρά το ότι ήταν μαζική, πήρε τη μορφή φυγής σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο, χωρίς να ορ-γανωθεί ή να ενισχυθεί από κάποιον επίσημο φορέα, βουλγαρικό ή ελληνικό.
Οι άνθρωποι που έφυγαν ανήλθαν συνολικά σε 150 χιλιάδες, και το θέμα έχει αδρο-μερώς ερευνηθεί προ δεκαετίας στο εξαιρετικό βιβλίο Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατο-λική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, με επιμέλεια της Ξανθίππης Κοτζαγεώργη –Ζυμάρη.
Εδώ θα εξετάσουμε τυπολογικά το θέμα της φυγής, προσπαθώντας να ομαδοποιή-σουμε τις περιπτώσεις και να αναδείξουμε μερικές πτυχές του που δεν έχουν αναδειχθεί όσο θα έπρεπε.
Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις που εξετάζουμε αφορούν νέους ανθρώπους (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν περιπτώσεις πρεσβύτερων ανθρώπων και οι-κογενειών με ηλικιωμένους γονείς), οι οποίοι έφυγαν –άλλοι κάνοντας χρήση της νόμιμης οδού και ακολουθώντας διατυπώσεις και άλλοι παράνομα και κρυφά- από την Ανατολική Μακεδονία, με έμφαση σε ό,τι αφορά τα τεκμήρια στην περιοχή του νομού Καβάλας. Οι φυγάδες ήταν κάτοικοι τόσο των πόλεων Καβάλας, Δράμας, Σερρών, Ξάνθης και Κομοτηνής όσο και της περιφέρειας και της ενδοχώρας καθεμιάς από αυτές τις πόλεις.

Ξεκινούμε με αναφορά στις κατηγορίες των φυγάδων:

1. Κάποιοι έφυγαν, επειδή η ανάμνηση της πρώτης (1912-1913) και σε μερικές πε-ριπτώσεις της δεύτερης (1916–1918) κατοχής της περιοχής της Ανατολικής Μακε-δονίας από τους Βουλγάρους αποτελούσε «εγγύηση» για εμπειρίες στερήσεων, τρό-μου και θανάτου για τρίτη φορά. Ακόμη, δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις συνθήκες ζωής στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή, πιστεύοντας πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα στη γερμανοκρατούμενη «Ελληνική Πολιτεία». Εκεί, οι Γερμανοί επέτρε-παν την ύπαρξη «ελληνικού» Κράτους, οικονομικής δραστηριότητας και εκπαίδευ-σης για τα παιδιά τους. Οικογένεια αυτοκινητιστή από την Καβάλα - η σύζυγος του ο-ποίου έζησε όμηρος στη Βουλγαρία, αρπαγμένη από τις Σέρρες με τον ιερέα πατέρα της στα 1916-1918- κατέφυγε στο Βόλο (χωρίς το αυτοκίνητο, που είχε επιταχθεί από τον ελληνικό στρατό κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο) με τα δυο της παιδιά. Η οικογένεια –μαζί με πολλές άλλες που είχαν προηγηθεί, τόσο από την Καβάλα όσο και από τη Δράμα και τις Σέρρες- αξιοποίησε την παραμονή της στο Βόλο κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο για να συνεχίσουν τα παιδιά της το σχολείο. Στον αντίποδα αυτής της περίπτωσης, μερικοί κάτοικοι της Καβάλας που αρχικά κατέφυγαν στη Θάσο και στα παράλια της Ροδόπης επέστρεψαν στην πόλη μόλις πληροφορήθηκαν ότι οι Βούλγαροι επέτασσαν τα άδεια σπίτια και απαγόρευαν την ελαιοκαλλιέργεια στους μη έχοντες τη βουλγαρική υπηκοότητα (γι’ αυτό είχαν καταφύγει στις προαναφερθείσες περιοχές).
2. Άλλοι έφυγαν για να μην μεταφερθούν ως «ντουρντουβάκια» (από το βουλγαρικό ΤΡΟΥΝΤΟΒΑΚ= επιστρατευμένος εργάτης) σε εδάφη της «Παλιάς Βουλγαρίας». Οι κατεχόμενες ελληνικές περιοχές ήταν η «Νέα» Βουλγαρία, που θα έκανε «Γκο-λιάμα» (μεγάλη) τη Βουλγαρία. Τον Σεπτέμβριο του 1941, τρεις μήνες μετά την εγκα-τάσταση των Βουλγάρων κατακτητών στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κυκλοφό-ρησε έντονα η φήμη, ότι οι Βούλγαροι θα συγκεντρώσουν όλους τους άνδρες ηλικίας 19 έως 21 ετών, με σκοπό να τους στείλουν για υποχρεωτική εργασία στη Βουλγαρία. Οι νέοι που θα μετακινούνταν με αυτό το σκοπό, τα «Ντουρντουβάκια», θα είχαν τύχη μη προβλέψιμη. Επτά νέοι από τη Ζαρκαδιά Νέστου στην ηλικία αυτή πληροφορήθηκαν τις προθέσεις των κατακτητών και αστραπιαία αποφάσισαν να φύγουν για τη γερμανοκρα-τούμενη Ελλάδα, εγκαταλείποντας γονείς και αδέλφια. Ο ενενηνταενάχρονος σήμερα Μανόλης Βάλλας θυμάται: Νεαρός ων και φύσει ανήσυχος και ανυπότακτος βρέθηκα με τρεις φίλους μου από τη Ζαρκαδιά στο ζαχαροπλαστείο του Στογιαννίδη απέναντι από το ιστορικό κτίριο του Δημαρχείου της Χρυσούπολης και συζητώντας έμαθα ότι οι Βούλγαροι σχεδιάζουν να συγκεντρώσουν νέους στην ηλικία μας και να τους πάνε για υποχρεωτική εργασία στη Βουλγαρία. Σε ένα διπλανό τραπέζι κάθονταν τρεις άνδρες, ο ένας εκ των ο-ποίων βούλγαρος ενωμοτάρχης, και κοίταζαν εμάς τους τρεις νέους σχολιάζοντάς μας. Κάποιος πολίτης που βρισκόταν σε διπλανό τραπέζι και καταλάβαινε λίγα βουλγάρικα μας ενημέρωσει ότι οι Βούλγαροι που κάθονταν δίπλα μας πριν από λίγο, συζητούσαν αυτό α-κριβώς το πράγμα, ότι δηλαδή μέσα στον μήνα θα συγκέντρωναν όλο των πληθυσμό στην ηλικία μας για υποχρεωτική εργασία στη Βουλγαρία. Ανήσυχοι γυρίσαμε στη Ζαρκαδιά και αφού συζητήσαμε με τις οικογένειές μας, αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως, επειδή η πλη-ροφορία ήταν ότι η συγκέντρωση θα γινόταν μέσα στον τρέχοντα μήνα. Πρέπει να σημειω-θεί ότι ο πληθυσμός που ενδιέφερε τους κατακτητές ήταν νέοι στα 20 και 21 έτη και ουδό-λως μεγαλύτεροι ή μικρότεροι Έλληνες πολίτες.
Παρόμοια μαρτυρία –που αφορά χρονική στιγμή λίγους μήνες νωρίτερα- διαθέ-τουμε από επίσης ζώντα συνομήλικο του Βάλλα, εικοσάχρονο τότε γεωπόνο από τα χωριά του Παγγαίου, πρόσφυγα πρώτης γενιάς από την Προύσα:
Πέρασε ο Ιούνιος, μπήκαμε στον Ιούλιο και περίπου κατά το τέλος του ειδοποίησαν ότι, οι νέοι των κλάσεων 1940 και 41 θα έπρεπε να περάσουν από επιτροπή επιλογής για να καταταγούν, όταν κληθούν, στον Βουλγάρικο στρατό (λέγε τάγματα εργασίας, τα γνωστά αργότερα, ντουρντουβάκια). Ήμουν μέσα σ' αυτές τις ηλικίες. Η μέρα που θα έπρεπε να παρουσιασθούμε στην επιτροπή, ήταν μια από τις τελευταίες του Ιουλίου.
Την απόφασή μου να φύγω για την μη Βουλγαροκρατούμενη Ελλάδα την είχα πάρει αρκετές μέρες πριν, αλλά αυτή η πρόσκληση την ενίσχυσε ακόμη περισσότερο. Το είπα στη μάνα μου και στ' αδέλφια μου: δεν κάθομαι να πάω όμηρος στους Βουλγάρους. Συμφώνη-σαν, θέλοντας και μη, και αποφασίσθηκε να πάω στην Καβάλα και να βγάλω άδεια για να ταξιδέψω στη Θεσσαλονίκη. Περνώντας από το Κοκκινόχωμα συνάντησα μια ομάδα νέων της ηλικίας μου που βάδιζαν συντεταγμένοι στη γραμμή-και χωρίς συνοδό-για το Πράβι. Ήταν, προφανώς, τα παιδιά που θα περνούσαν από επιλογή. Καθώς βάδιζαν συντεταγμένοι και ακολουθώντας την παράδοση των νέων που πήγαιναν για κατάταξη, τραγουδούσαν με όλη τους την καρδιά Ελληνικά στρατιωτικά τραγούδια και ίσως και το "τι ζητούν οι Βούλ-γαροι στη Μακεδονία". Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια και τα κλάματα συγχρόνως. Τα παιδιά πήγαιναν να καταταγούν στα τάγματα εργασίας των Βουλγάρων και τραγουδούσαν σαν να πήγαιναν στον Ελληνικό Στρατό.
3. Κάποιοι βρέθηκαν στη Γερμανία που παρείχε εργασία και καλή αμοιβή.
Στον νόμιμο τρόπο φυγής από την κατεχόμενη περιοχή ανήκει η περίπτωση κατοίκου της Ζαρκαδιάς το 1941, ο οποίος βουλγαρογράφτηκε βγάζοντας ταυτότητα στη γλώσσα των κατακτητών, η οποία ταυτότητα δεν σώζεται επειδή εστάλη αργότερα στη Γερμανία για συνταξιοδότηση. Στην ταυτότητα αυτή το νέο του όνομα ήταν Στέφαν Αμπατζίεφ και ρητά αναφερόταν σ’ αυτήν ως Βούλγαρος πολίτης αλλά και Έλλην υπήκοος. Αυτά προκύπτουν από μαρτυρία ζώντος ακόμη κατοίκου της Ζαρκαδιάς, ο οποίος προσθέτει πως ο Αμπατζίεφ φέρθηκε έτσι από ανάγκη να ζήσει την οικογένειά του αφού η πείνα γιγαντώθηκε και πως κατέφυγε σ’ αυτήν την έσχατη λύση φεύγοντας για τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1941.
Με τον δεύτερο, παράνομο τρόπο απέδρασαν από το βουλγαροκρατούμενο έδαφος του Ξεριά της Επαρχίας Νέστου του νομού Καβάλας τρεις κάτοικοί του. Ο Θεόδωρος Χαχαμίδης, ο Διονύσης Τζουμαϊτίδης και ο Θεοφάνης Μπουρδής. Οι άνθρωποι αυτοί έφυγαν από τον Ξεριά το 1941 επίσης, χωρίς όμως να βουλγαρογραφτούν και κατέληξαν στη Γερμανία για εργασία στην πολεμική βιομηχανία του Χίτλερ. Συγκεκριμένα για τον Διονύση Τζουμαϊτίδη, σύμφωνα με μαρτυρίες και των παιδιών του, γνωρίζουμε ότι έφυγε από το χωριό του, επειδή έφαγε ένα χαστούκι από Βούλγαρο κομιτατζή. Μη μπορώντας να προσαρμόσει τη ζωή του στον καταπιεστικό τρόπο ζωής και κυριαρχίας του κατακτητή όδευσε προς τη Γερμανία. Χαστούκια και ξυλοδαρμοί από ένστολους Βουλγάρους ήταν πρόσθετοι λόγοι που ώθησαν κι άλλους πληροφορητές μας στο να φύγουν από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής.

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στους τόπους προορισμού:
Άλλοι επέλεξαν ηπειρωτικά εδάφη της γερμανοκρατούμενης «Ελληνικής Πολι-τείας», και άλλοι νησιωτικά. Οι πρώτοι κατέφυγαν σε πόλεις και χωριά. Τέτοια μέ-ρη ήταν:
1. Ο Βόλος: οικογένεια αυτοκινητιστή από την Καβάλα κατέφυγε εκεί με τα δυο της παιδιά: έγινε ήδη λόγος,
2. Η περιοχή της Ημαθίας: ο Γιάννης Πριμικίδης, εκδότης της δεξιάς εφημερίδας της Καβάλας Ταχυδρόμος κατέφυγε στη Βέροια, όπου κατέφυγε και η οικογένεια Ανανιάδη, ενός εύπορου εμπόρου καφέδων της Καβάλας, η οποία εγκατέλειψε το καφεκοπτείο, για το οποίο παρεμπιπτόντως δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από Βούλγαρο «συνεταίρο»,
3. Η περιοχή του Κιλκίς: εκεί κατέφυγε ομάδα επτά νέων από την Ζαρκαδιά Νέ-στου.
4. Η Πτολεμαΐδα: εκεί βρέθηκε ο νεαρός γεωπόνος που ήδη αναφέρθηκε.
Όσον αφορά νησιωτικές περιοχές, αυτές ήταν αρκετές (ανάλογα βέβαια με τις προσδοκίες του κάθε φυγά ή με τα προϋφιστάμενα συγγενικά ή φιλικά δίκτυα). Μία που γνωρίζουμε ήταν η Σκιάθος. Διαθέτουμε μαρτυρία 22χρονου στα 1941 (γεννημένου το 1919), πρόσφυγα πρώτης γενιάς από την περιοχή του Τσεσμέ, υπαλλήλου στη νομαρχία Καβάλας μέχρι τον πόλεμο. Η οικογένειά του, όπως και άλλες συγγενικές του οικογένειες που κατέφυγαν στη Σκιάθο στα 1941, είχαν μείνει κάποια χρόνια στο συγκεκριμένο νησί των Σποράδων στα 1922, όταν έφτασαν εκεί ως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.




Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ





Από σήμερα το ιστολόγιο εγκαινιάζει μια νέα εποχή ελαφράς αποστασιοποίοησης από τη γελοία, εκμαυλισμένη και εκφυλισμένη πολιτική και κοινωνική ζωή και ενασχόλησης με θέματα ιστορικά (που άπτονται της τοπικής αλλά και της συνολικής νεοελληνικής ιστορίας), φιλοσοφικά, λογοτεχνικά। Δηλαδή από τους τίτλους στο ιδρυτικό tag του ιστολογίου πάει λίγο πιο πίσω η πολιτική και βγαίνουν μπροστά ο προβληματισμός και η φιλοσοφία.



Αυτή η εποχή ξεκινά με την παρουσίαση του προγράμματος του ετήσιου συνεδρίου της ομάδας μελέτης εμφυλίων πολέμων που έλαβε χώρα στη Κομοτηνή απο 1 εώς 3 Ιουλίου 2010. Στο συνέδριο αυτό ο γράφων παρουσίασε κατά την πρώτη του συνεδρία ανακοίνωση μαζί με τον ιστορικό Νίκο Καραγιαννακίδη με θέμα: Τυπολογία ατομικών μετακινήσεων και πρωτοβουλιών φυγής από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, 1941-44.


Πατήστε στο σύνδεσμο:http://civil-wars.org/images/stories/komotini%202011%20-%20teliko%20programma.pdf

Η εν λόγω εργασία θα δημοσιευθεί από το ιστολόγιο μάλλον σε συνέχειες λόγω όγκου προσεχώς.