Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ: «Κατοχική βία, 1939-1945: η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία»

















ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, ΜΑΧΕΣ, ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΙΣ.

Αμέσως μόλις άρχισε η βουλγαρική κατοχή, στα βουνά της Λεκάνης ένα από τα μεγαλύτερα ορεινά κεφαλοχώρια της επαρχίας Νέστου, όπως και σ’ όλα τα βουνά της πατρίδας μας, άρχισε το μεγαλειώδες έπος της Εθνικής Αντίστασης. Η αλήθεια είναι ότι η αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ξεκίνησε λίγο καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβριο του 1941 και τα γνωστά γεγονότα αντιποίνων που ακολούθησαν οργανωμένα και εκτελεσμένα με στυγερό τρόπο από τους Βούλγαρους, σε συνδυασμό με την πείνα και τις πολύπλευρες προσπάθειες εκβουλγαρισμού, τρομοκράτησαν τον πληθυσμό και αυτό οδήγησε σε περιχαράκωση των κατοίκων και στην απουσία διάθεσης για αντίσταση. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι υπήρχαν διάσπαρτες ομάδες κατοίκων που βγήκαν στο βουνό, γιατί έκαναν το ίδιο στην πατρίδα τους πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών (κυρίως στον Πόντο) ή γιατί τους συνέβη κάτι προσωπικό. Ωστόσο οι ομάδες αυτές δεν οργανωνόταν, δεν είχαν κοινό στόχο και προοπτική ούτε καν δομή και ιεραρχία. Έφτασε λοιπόν η άνοιξη του 1943 για να δημιουργηθεί ο περίφημος Ρήγας Φεραίος. Όλη η περιοχή δυτικά των ορέων της Λεκάνη (βουνό ονομαζόμενο Τσαλ Νταγ) αποτέλεσε τον κυρίως χώρο δράσης των ανταρτών στην επαρχία Νέστου, κατά την περίοδο 1943-1944. Η πυκνή βλάστηση και η διαμόρφωση του εδάφους (γκρεμοί και βαθιές χαράδρες) γύρω από τα χωριά Αχλαδινή (τούρκικη ονομασία Αλχανλή) και Ορέν ντερέ (ή Ερέν – ντερέ), ήταν ιδανικά για την ανάπτυξη ανταρτικών ομάδων και την εγκατάσταση των λημεριών τους εκεί. Ήδη από τις αρχές του 1943, το μαχητικό συγκρότημα «Ρήγας Φεραίος» του ΕΛΑΣ, που είχε αρχηγό τον Καβαλιώτη Νικόλαο Ρόμτσιο, έναν νεαρό καπνεργάτη 30 περίπου ετών με το ψευδώνυμο «Νταβέλης», είχε εγκατασταθεί σε μια μεγάλη χαράδρα, κατάφυτη από λογής – λογής δένδρα, καρποφόρα και άγρια, κοντά στο Ορέν-Ντερέ (ή Ερέν-ντερέ), ενώ πολύ κοντά στην Αχλαδινή, νότια από το χωριό Λυκιά, υπήρχε κι άλλο αντάρτικο λημέρι, δίπλα σε μια «μάνα του νερού» (η βρύση της Φατμές, όπως αναφέρεται στα γραπτά του καπετάν Μαύρου, Νίκου Χατζηνικολάου και στο ημερολόγιο του αντάρτη Λευτέρη Ελεήμων από την Ζαρκαδιά Νέστου). Το δεύτερο αυτό λημέρι βρισκόταν σε άμεση, οπτική επαφή με το χωριό. Κάπου εκεί, τέλος, λίγο βορειότερα πάνω στον αυχένα ενός βουνού προς το χωριό Κίζελι (σημ. Κρανοχώρι) βρισκόταν και το αναρρωτήριο του ΕΛΑΣ, υπό τον παθολόγο – γυναικολόγο γιατρό Πετρίδη, από το Ζυγό της Καβάλας.
Ο ΕΛΑΣ συγκροτείται ουσιαστικά το Σεπτέμβριο του 1943 όταν το ΓΣ του ΕΛΑΣ αποφάσισε την αποστολή αξιωματικών στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Κέντρο της συγκρότησης του 26ου Συντάγματος ΕΛΑΣ γίνεται το Παγγαίο που στηρίζεται από τις οργανώσεις του ΕΑΜ των χωριών της περιοχής. Τμήματα του ΕΛΑΣ δημιουργούνται στο Μενοίκιο και το Λαϊλιά Σερρών κι έτσι στα μέσα Οκτωβρίου η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία φτάνει τους 350-400 αντάρτες.
Στα Όρη της Λεκάνης (Τσαλ-Νταγ) ανέβηκε πιθανότατα το φθινόπωρο του 1942, ο μετέπειτα αρχηγός των ΕΑΟ Αντώνης Φωστερίδης (Αντών-Τσαούς), τουκόφωνος Πάφραλης, κάτοικος Κρηνίδων Καβάλας. Ο Φωστερίδης σχημάτισε αντάρτικη ομάδα αποτελούμενη κυρίως από τους τουρκόφωνους Πόντιους των μικρών οικισμών της περιοχής. Με την ομάδα αυτή συνεργάζονταν και άλλοι Πόντιοι οπλαρχηγοί από τα όρη της Λεκάνης και τα όρη της γειτονικής Δράμας. Στην ίδια περιοχή κινούνταν και τα υπολείμματα των ανταρτών των γεγονότων της Δράμας προσπαθώντας να επιβιώσουν και να αποφύγουν τα βουλγαρικά καταδιωκτικά αποσπάσματα. Όλη την περίοδο από τα μέσα του 1943 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 λαμβάνουν χώρα μάχες μικρές και μεγαλύτερες είτε ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Βούλγαρους (μάχη του Όλατζακ), είτε ανάμεσα στους εθνικιστές του Φωστηρίδη (Αντών Τσαους) και τους Βούλγαρους (μάχη των Παπάδων), είτε, τέλος, συμπλοκές -πολλές φορές και με νεκρούς- ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και στους εθνικιστές. Πάντως κι ενώ αρχικά φαίνεται ότι η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον ταγματάρχη Μύλλερ ενισχύει με υλικά, όπλα και πολεμοφόδια τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ωστόσο από τον Ιανουάριο του ’44 ο Μύλλερ συναλλάσσεται μόνο με τους εθνικιστές αντάρτες, οι οποίοι λαμβάνουν την επίσημη ονομασία Ε.Α.Ο (Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες). Από τότε επέρχεται η πλήρης ρήξη μεταξύ των ελληνικών ανταρτικών ομάδων, ενώ πριν υπήρξαν σε κάποιες περιπτώσεις και κοινοί αγώνες εναντίον των Βουλγάρων. Τον Φεβρουάριο του '44 ο ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία ανασυγκροτείται, με την αποστολή σε αυτόν αξιωματικών και ανταρτών από τη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Διοικητής του 26ου Συντάγματος αναλαμβάνει ο μόνιμος λοχαγός πυροβολικού Κώστας Κωνσταντάρας ή Λογοθέτης, με υπασπιστή τον Στέργιο Βαλιούλη. (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Η Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, 2002:σελ.210-218).
Εκείνη η περίοδος είναι πραγματικά δύσκολη για τα τμήματα του ΕΛΑΣ στο Τσαλ Νταγ. Οι αντάρτες βρίσκονταν σε καθημερινές προστριβές με τους αντάρτες των ΕΑΟ, αποδυναμωμένοι, πεινασμένοι, χωρίς καθόλου συμμαχική βοήθεια και τον τοπικό πληθυσμό στο μεγαλύτερο ποσοστό εχθρικά διακείμενο. Παρόλα αυτά υπό τον Κωνσταντάρα και με την πολύτιμη βοήθεια λίγων Ελλήνων μεταξύ αυτών και των κατοίκων της ηρωικής Αχλαδινής στέκονται στο ύψος τους. Πολεμούν τον εχθρό, παραμένουν ενωμένοι, αν και λίγοι, και αποτελούν μύγα στο ρουθούνι των Βουλγάρων, όπως αναφέρει ο Καπετάν Μαύρος στο βιβλίο του Ταραγμένα Χρόνια στο Νέστο. ( Ταραγμένα Χρόνια στο Νέστο, Νίκος Χατζηνικολαόυ, Εκδ. Νιραγός 2008).
Μέχρι που από τα μέσα του Μάη ο βουλγαρικός στρατός αρχίζει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλο το Τσαλ Νταγ. Εκτελέσεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις κατοίκων, βιασμοί, βασανισμοί, φυλακίσεις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών αλλά και μεμονωμένων σπιτιών καθώς και διαταγές εκκένωσης 15 χωριών. Τα γεγονότα έχουν αντίθετο από το προσδοκώμενο για τους Βουλγάρους αποτέλεσμα. Ο ΕΛΑΣ ενισχύεται, γιατί οι κάτοικοι όλου του Νέστου μη έχοντας άλλη επιλογή βγαίνουν στο βουνό. Στα τέλη του Ιούλη του '44 ο ΕΛΑΣ απαριθμεί 1.100 πολεμιστές και η πορεία προς την απελευθέρωση του φθινοπώρου θα είναι λαμπρή.

ΑΧΛΑΔΙΝΗ

Στην καρδιά λοιπόν των ορέων της Λεκάνης (πρώην «Τσάλ – νταγ») και σε υψόμετρο 440 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, βρισκόταν μέχρι το 1922 ένα μουσουλμανικό χωριό με το όνομα Αλχανλί (Alhanli), το οποίο το έτος 1913 είχε 319 κατοίκους, όλους μουσουλμάνους, (Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, του έτους 1975).
Στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού, κατ’ εθνικότητας, των Νομών Δράμας, Σερρών και Καβάλας, που εκδόθηκαν το 1919 από την Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, αναφέρεται ότι στο χωριό Αλχανλί κατοικούσαν μέχρι το 1912, 300 μουσουλμάνοι, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 ανέρχονταν σε 319.
Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού, στην απογραφή του έτους 1920, είχαν περιορισθεί στους 173.
Ο οικισμός, στις 20-11-1919 προσαρτήθηκε στην κοινότητα Όλατζακ (μετέπειτα Πλαταμώνας), (ΦΕΚ 251 Α/20-11-1919).
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που έγινε σ’ εκτέλεση των συμφωνηθέντων με τη Συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού έφυγαν για την Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 27 οικογένειες (ή 120 εν συνόλω) Έλληνες πόντιοι, που κατάγονταν από την περιοχή της Νικόπολης του Πόντου, (Μητρόπολη Κολωνίας). (Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών της Μακεδονίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων).
Στην απογραφή του έτους 1928 το χωριό είχε πλέον 131 Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι, στην απογραφή του 1940, είχαν γίνει 194.
Στις 14-05-1928 ο οικισμός μετονομάσθηκε σε Αχλαδινή, (ΦΕΚ 81 Α/14-05-1928).
Οι πρόσφυγες κάτοικοι του οικισμού, που εγκαταστάθηκαν εκεί το έτος 1922, στα σπίτια των μουσουλμάνων κατοίκων που είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία, επισκεύασαν τα σπίτια, έχτισαν εκκλησία, άρχισαν να καλλιεργούν τα λιγοστά χωράφια, κυρίως με καπνό και η ζωή τους κύλησε δύσκολα, φτωχικά αλλά αρμονικά μέχρι τον Απρίλη του 1941, που αρχίζει η κατοχή. Τα τρία γειτονικά χωριά, Πυργίσκος (Κούλετζικ), Ελαφοχώρι (Καρατζόβα) και Αχλαδινή, σ’ όλη τη διάρκεια των αγώνων των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ κατά των Βουλγάρων κατακτητών, βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο τον ΕΛΑΣ, παρέχοντάς του άνδρες και τρόφιμα. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πολύ συχνά τις νύχτες, οι φούρνοι της Αχλαδινής έκαιγαν ασταμάτητα, για να ετοιμάζουν ψωμιά για τους αντάρτες, ενώ το πρωί όλα φαίνονταν ήρεμα και τίποτε δεν θύμιζε τη νυχτερινή, έντονη δραστηριότητα του χωριού! Ο αντάρτης Λευτέρης Ελεήμων στο ημερολόγιό του, (το πρωτότυπο του οποίου υπάρχει στο αρχείο του ομιλούντος), αναφέρει ως ηρωική μορφή μια ψηλή κοπέλα που μεταφέρει τη νύχτα αλεύρι και ψωμί για τους πολεμιστές και αναφέρει επίσης ότι μεταξύ τους οι αντάρτες ονομάζουν την Αχλαδινή “το μικρό Σούλι”.
Οι Βούλγαροι γνωρίζοντας τις δραστηριότητες των Αχλανλιωτών προέβησαν σε συλλήψεις κατοίκων του χωριού που τους θεωρούσαν ύποπτους ενίσχυσης των ανταρτών. Αναφέρεται στο διάταγμα του Γεν. Αρχηγείου Ορβήλου με ημερομηνία 3/4/1944: “Εξ' αιτίας τους (ενν. των ηρώων της κομμούνας) συνελήφθησαν 25 άνδρες από την Αχλαδινή και κρατούνται στις φυλακές του Σαρή Σαμπαν (Χρυσούπολη). Αυτοί είναι οι πατριώται ας τους μάθη όλη η περιφέρεια”. Υπογραφή Ο Γεν. Αρχηγός Φωστηρίδης Αντώνιος. Άρα οι 25 συνελήφθησαν από τις αρχές του Απριλίου πιθανά την προηγούμενη (2/4), γιατί τα διατάγματα ήταν καθημερινά, και κρατούνταν στα μπουντρούμια του αρχοντικού Ζαχαριάδη, που είχε κατασχεθεί για διοικητήριο, πιθανά στα υπόγεια της σημερινής ALPHA BANK Χρυσούπολης.

Οι συλληφθέντες παρέμειναν έγκλειστοι στα κρατητήρια της Χρυσούπολης, μαζί με πλήθος άλλων κατοίκων της επαρχίας Νέστου, καθ' όλη τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Βουλγάρων, που ξεκίνησαν στα μέσα του Μάη και κορυφώθηκαν στις αρχές του Ιούνη του 1944. 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΡΤΑΣ: «Κατοχική βία, 1939-1945: η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία»


Η σημερινή ανάρτηση αποτελεί το πρώτο από τα τρία μέρη της παρουσίασης του Παναγιώτη Αμπεριάδη στο διεθνές συνέδριο για την κατοχική βία στο Κομμένο της Άρτας στις 16-18 Αυγούστου 2014. Τίτλος της παρουσίασης είναι: "Μορφές και πρακτικές βίας της βουλγαρικής κατοχής στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας, η περίπτωση της Αχλαδινής".







ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
    Ήταν 6 Απριλίου 1941 όταν ο ελληνικός στρατός παρά τη σθεναρή του αντίσταση στο οχυρό Ρούπελ ηττάται από τις ναζιστικές δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ. Η περιοχή από το Στρυμόνα έως τη γραμμή Σβίλεγκραντ - Αλεξανδρούπολη  μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης -εκτός από μία στενή λωρίδα εκτάσεως 2970 τετρ.χλμ στα σύνορα  Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία και εξαιρέθηκε- παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία από τη Γερμανία ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Άξονα (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Η Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, 2002:σελ.38-39). Έκτοτε για τους Βούλγαρους κατακτητές η μεγάλη αυτή έκταση ανήκε διοικητικά στην “περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας” ή “Αιγαίου” ή “Αγαιίδα” (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην τέταρτη περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα-Πλόβντιβ-Μπελομόρε) της βουλγαρικής επικράτειας. Μέσα σε αυτήν και η επαρχία Νέστου, η ανατολικότερη του Νομού Καβάλας, με πρωτεύουσα τη Χρυσούπολη και ακτινωτά τοποθετημένα γύρω της σε ορεινό όγκο, ημιορεινή περιοχή (γιακά) και κάμπο 75 χωριά από τα οποία σήμερα κάποια υπάρχουν και κάποια όχι. (Λιθοξόου Δημήτρης Περιοχή Σαρί Σαμπάν (Χρυσούπολη)Χωριά της Καβάλας 1900-1940 [2011])

Και ενώ στις 9 Απρίλη του '41 φτάνει το πρώτο γερμανικό στράτευμα στην πόλη των Σερρών ως επιβεβαίωση της κατάληψης όλης της περιοχής,  μετά από τις διεργασίες και την ολοκλήρωση της συναλλαγής μεταξύ γερμανικού και βουλγαρικού καθεστώτος, στις 23 του ίδιου μήνα καταφτάνουν στην πόλη των Σερρών τα πρώτα βουλγαρικά στρατεύματα. Στις 5 Μαΐου τοιχοκολλήθηκε στα κύρια σημεία των σερραϊκών δρόμων, με αριθμό πρωτοκόλλου 3125, η τελευταία στα ελληνικά γραμμένη με γραφομηχανή ανακοίνωση: “Φέρομεν εις γνώσιν των κατοίκων της πόλεως Σερρών ότι από σήμερον η εξουσία Σερρών παρεδόθη εις τα βουλγαρικά στρατεύματα. Υπό την νέαν εξουσίαν και διοίκησιν είμεθα πεποισμένοι ότι θα συνεχιστεί η αυτή νομιμοφροσύνη του πληθυσμού και ότι η συμβίωσίς μας μετά των γειτόνων μας θα είναι αδελφική. Επί τη ευκαιρία ταύτη συνιστώμεν απόλυτον πειθαρχίαν εις τας αποφάσεις της Γερμανίας και της γερμανικής διοικήσεως δεδομένου ότι αι τύχαι της Ελλάδος εξερτώνται εκ της Μεγάλης Γερμανίας”. Ο Δήμαρχος Γ. Γεωργιάδης.  (http://www.serrelib.gr/boulgarikikatohi.html).

Έκτοτε αρχίζει η εφαρμογή της πιο στυγνής και σκληρής κατοχής ελληνικού εδάφους στα σύγχρονα χρόνια. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μία ξένη χώρα ως δυνάμεις κατοχής. Αντίθετα οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος και σκόπευαν να μείνουν οριστικά. Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες αποτελούσαν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα της βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην περιφέρεια της “Αιγαιίδας”, κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι συγκεκριμένα  κατά εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Έλληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιο κλπ).

Το βουλγαρικό κράτος υπό τον τσάρο Βόρι Γ' επεξεργάστηκε και άρχισε να υλοποιεί ένα σχέδιο αφελληνισμού και βουλγαροποίησης της κατεχόμενης περιοχής με σκληρές και βάναυσες μεθόδους. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του Μαΐου οι Βούλγαροι κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτήρια, εξεδίωξαν αιρετούς και υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση. Οι Μητροπολίτες ειδοποιήθηκαν να διατάξουν την άμεση εξάλειψη ελληνικών επιγραφών από τους ναούς και να μνημονεύουν στο εξής στη θεία λειτουργία το βασιλιά Βόρι Γ΄ και τον Βούλγαρο Έξαρχο (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:51-53).

Η προσπάθεια αφελληνισμού και βουγλαροποίησης ήταν οργανωμένη, προσχεδιασμένη και πολυεπίπεδη και στόχευε:
  1. Στον πλήρη εκβουλγαρισμό της διοίκησης και στην αποστέρηση του ελληνικού πληθυσμού από τους πνευματικούς τους ηγέτες και ηθικά του στηρίγματα. Πρώτοι απελάθηκαν προς την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα οι Μητροπολίτες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους μέσα σε ελάχιστό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια ακολούθησαν όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι, οι επιστήμονες, οι δάσκαλοι, οι διανοούμενοι, ο κατώτερος κλήρος και γενικά όσοι μπορούσαν να επηρεάσουν τον πληθυσμό λόγω κύρους και θέσεως. Οι υγειονομικές, οι κτηνιατρικές, οι γεωπονικές υπηρεσίες συστάθηκαν κατά τα πρότυπα εκείνων του βουλγαρικού κράτους και εντάχθηκαν στις αντίστοιχες βουλγαρικές. Οι περιουσίες όλων αυτών, που εκδιωγμένοι άρον άρον κατέφυγαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, δημεύτηκαν από τους Βούλγαρους και μόνο όσοι από αυτούς δήλωναν Βούλγαροι υπήκοοι έσωζαν τα υπάρχοντά τους. Πολύ γρήγορα στον Νομό Καβάλας εμφανίστηκαν τα πρώτα διατάγματα, προκηρύξεις και οι πρώτες δηλώσεις αξιωματούχων.  Αφηγείται ο συγγραφέας Παναγιώτης Αμπεριάδης στο βιβλίο του “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”: “Στις 15 του Μάη συντελέστηκε η κατοχή. Αυτό το μάθαμε και επίσημα από την προκήρυξη που κυκλοφορούσε στα ελληνικά του Βούλγαρου στρατιωτικού διοικητή, ο οποίος αφού μας διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις των αρχών κατοχής, υποσχόταν ασφάλεια τιμής, ζωής και περιουσίας, και διατύπωνε την έκπληξή του, πως ενώ είμαστε Βούλγαροι ξεχάσαμε τη γλώσσα τόσο γρήγορα. Σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφόρησε η εγκύκλιος του ιεροκήρυκα Χρόνη (ο Δεσπότης είχε ήδη αναχωρήσει για τη Νότια Ελλάδα την επόμενη της επίθεσης), ο οποίος ανάμεσα στα άλλα εξέφραζε τις ευχαριστίες του στο Θεό, διότι τα μέρη μας παραχωρήθηκαν με τη θεία πρόνοια στην προστασία των βουλγαρικών στρατευμάτων και έδινε εντολή στους ιερείς της δικαιοδοσίας του, να μνημονεύουν τον Βασιλέα ημών Βόριδα, την βασίλισσα Ιωάννα, τον διάδοχο Συμεών και όλη τη βασιλική οικογένεια. Πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι πρώτοι πρόεδροι βούλγαροι στα χωριά, οι πρώτοι χωροφύλακες στους σταθμούς χωροφυλακής, οι οποίοι βρήκαν επίσης αμέσως Έλληνες συνεργάτες.” (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.57-58).
  2. Στον εποικισμό της περιοχής από βούλγαρους κατοίκους. Το βουλγαρικό κράτος κατέβαλε κολοσσιαίες προσπάθειες να αλλοιώσει τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η παρότρυνση μετακίνησης κατοίκων του κυρίως βουλγαρικού κράτους προς την “νεοαπελευθερωθείσα περιοχή” και ο δεύτερος ήταν ο εξαναγκασμός των Ελλήνων κατοίκων να υπογράψουν δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας. Για το πρώτο σκέλος του εποικισμού εφημερίδες της εποχής κατακλύζονταν από δηλώσεις και άρθρα που προέτρεπαν στην μετανάστευση προς την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Φίλωφ σε συνέντευξη του στη γερμανική εφημερίδα Μπέντσεν Τσάιτουγκ (19 Νοεμβρίου 1941) καθόριζε το εποικιστικό πρόγραμμα: “Αρχίζει ο εποικισμός εις την περιοχήν του Αιγαίου πελάγους, διότι το ζήτημα εκεί είναι επείγον...Θα εποικιστούν με τη βοήθεια εξαιρετικών μέτρων της κυβερνήσεως κατά τα επόμενας εβδομάδας και μήνας χιλιάδες βουλγαρικαί οικογένειαι.” Η μετακίνηση πριμοδοτήθηκε με αγορά κατοικιών σε ελάχιστη αξία, φοροαπαλλαγές και δωρεάν μεταφορά στους νέους τόπους. Μολαταύτα ο εποικισμός έβαινε βραδύτατα. Στη νέα βουλγαρική απογραφή της περιοχής “Αιγαιίς” στις 19/02/1942 (εφημερίδα Ζορά) ο νέος πληθυσμός κατά τους Βουλγάρους ανέρχεται σε 400.000 Έλληνες, 80.000 Βούλγαρους, 70.000 Μουσουλμάνους και 40.000 υπόλοιπους άλλες εθνικότητες. Όσον αφορά τον εξαναγκασμό των Ελλήνων να υπογράψουν δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, πλήθος διαταγμάτων δεν επέτρεπε στους Έλληνες να κάνουν το παραμικρό (έναρξη επιχειρήσεων, αγοραπωλησία εμπορευμάτων και αγροτικών προσόντων, λήψη εγγράφων από τον κρατικό μηχανισμό) χωρίς να έχουν τη βουλγαρική υπηκοότητα.
  3. Στην πλήρη ένταξη της εκπαίδευσης της περιοχής, στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η βουλγαρική προπαγάνδα θεωρούσε την εκπαίδευση κορωνίδα του γρήγορου και αποτελεσματικού εκβουλγαρισμού της περιοχής, όπως ήταν φυσικό, και γι' αυτό έδωσε μεγάλο βάρος και χρηματοδότησε αφειδώς τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας Μπόγκνταν Φίλοφ ήταν ταυτόχρονα και Υπουργός Εθνικής Παιδείας. Με απόφαση του Υπουργείου λοιπόν συστάθηκε η Ενιαία Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αιγαίου που εντάχθηκε συμφώνως με τον διοικητικό διαχωρισμό, στην 4η εκπαιδευτική περιοχή. Έδρα της καθώς και έδρα του Περιφερειακού Σχολικού Επιθεωρητή ορίστηκε η Ξάνθη. Τα σχολεία οργανώθηκαν στο βουλγαρικό πρότυπο δηλ. Βασικό 1η-4η τάξη, προγυμνάσιο 5η-8η τάξη και Γυμνάσιο 9η-11η τάξη.  Στα σχολεία της νέας επαρχίας μεταφέρθηκαν ορφανοί και άποροι μαθητές από το εσωτερικό της Βουλγαρίας και σ' αυτά φοιτούσαν όσα Ελληνόπουλα το επιθυμούσαν, τα οποία βαφτίζονταν Βουλγαρόπαιδες της Ελληνικής Μακεδονίας, ενώ τα παιδιά των Αρμενίων και των Τούρκων μπορούσαν να πηγαίνουν στα δικά τους σχολεία, τα οποία διατηρήθηκαν. Αντίθετα τα παιδιά των Πομάκων φοιτούσαν υποχρεωτικά σε βουλγαρικά σχολεία, που λειτούργησαν στα χωριά τους. Οι δάσκαλοι από την Βουλγαρία για να δελεαστούν, λάμβαναν ειδικά προνόμια όπως αύξηση μισθού κατά 5.000 λέβα, έξτρα πριμ, δωρεάν βιβλία, κατάληψη θέσης χωρίς διαγωνισμό. Οι Έλληνες μαθητές διδάσκονταν υποχρεωτικά βουλγαρικά τραγούδια, τον Εθνικό Ύμνο και τον Ύμνο του Βασιλέως καθώς και την καθημερινή προσευχή. Πάντως το αφομοιωτικό σχέδιο του Υπουργείου δεν φάνηκε πολύ αποτελεσματικό, γιατί οι γονείς προτιμούσαν τα παιδιά τους ανεκπαίδευτα παρά Βουλγαρόπαιδες. (το 1942 ο αριθμός των ελληνικών σχολείων ήταν 1042 έναντι 173 βουλγαρικών, ενώ οι μαθητές αντίστοιχα μειώθηκαν την ίδια χρονιά σε μόλις 11.021 από 137.614 που ήταν προπολεμικά). (Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:84-95).
  4. Στον πλήρη έλεγχο των συναλλαγών, του νομίσματος, του εμπορίου και της φορολογίας. Είναι γεγονός ότι στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη η ελληνικές κυβερνήσεις από το 1922 έως το 1936, χρηματοδότησαν τεράστια αναπτυξιακά έργα, αντιπλημμυρικά, αρδευτικά, έργα οδοποιίας κλπ, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των γηγενών αλλά κυρίως των προσφύγων, για να θεωρήσουν τη νέα τους γη πατρίδα. Οι Βούλγαροι λοιπόν έπρεπε να ασκήσουν τιτάνιες προσπάθειες εκβουλγαρισμού στη βάση του ελέγχου της οικονομίας και της ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο προέβησαν σχεδόν άμεσα στην κατάργηση της δραχμής, του εθνικού νομίσματος των Ελλήνων. Από τις 6 έως τις 19 Ιουνίου κλήθηκαν ιδιώτες και επιχειρήσεις να καταθέσουν στην Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας  νομίσματα αξίας 100 δραχμών και πάνω, ενώ στις 19 Ιουνίου η δραχμή κηρύχτηκε άκυρη. Οι κάτοικοι κλήθηκαν να ανταλλάξουν τις δραχμές με λέβα και εισέπρατταν μόνο το 60% της αξίας, ενώ για το υπόλοιπο 40% λάμβαναν κρατικές ομολογίες. Τα βιβλία και τα ταμεία των ελληνικών τραπεζών κατασχέθηκαν υπέρ του βουλγαρικού δημοσίου. Η μέγιστη ανάληψη από ιδιώτη ορίστηκε στα 2.000 λέβα και οι αγοραπωλησίες γης στην περιοχή Αιγαίου γινόταν μόνο σε βούλγαρους αγοραστές. Επιπλέον οι επιχειρήσεις έπρεπε να προσαρμόσουν τα καταστατικά και τα εταιρικά τους συμβόλαια στις διατάξεις του βουλγαρικού νόμου. Η φορολογία που επιβλήθηκε στους Έλληνες κατοίκους ήταν εξοντωτική. Οι δημεύσεις περιουσιών, κτημάτων, καταστημάτων αλλά και προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής ήταν καθημερινές. Απαγορεύθηκε η άσκηση του επαγγέλματός τους σε ιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς και λοιπούς επιστήμονες και η προπαγάνδα επέβαλλε την αντικατάσταση όλων των πινακίδων καταστημάτων και υπηρεσιών με αντίστοιχες στην βουλγαρική. Χαρακτηριστικές οι εικόνες από την καθημερινή ζωή κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η ίδια σκληρή προπαγάνδα επέβαλλε ταμπέλες σε εμπορικά καταστήματα “ομιλείτε βουλγαρικά”, ενώ χαρακτηριστική είναι και η διαφήμιση στην εφημερίδα της Καβάλας Belomorie “Ταξιδεύετε και εμπιστεύεστε τα προϊόντα σας μόνο σε βουλγαρικά πλοία”.(Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, 2002:107-114).  Η σκληρότητα της καθημερινότητας απεικονίζεται έντονα σε δυο χωρία από το προαναφερθέν βιβλίο του Παναγιώτη Αμπεριάδη: “Αρχές Ιουνίου του 1941 η ζωή εξακολουθούσε τον ρυθμό της. Η τάξη αποκαταστάθηκε εν μέρει και η λαϊκή αγορά της Χρυσούπολης λειτουργούσε κανονικά. Η δραχμή κυκλοφορούσε ακόμη, αλλά η αξία της κάθε μέρα έπεφτε, έως ότου σε τρεις τέσσερις μήνες εκμηδενίστηκε. Αντικαταστήθηκε από το λέβα, το εθνικό νόμισμα των Βουλγάρων............ Στην πόλη της Καβάλας όμως το πρόβλημα της πείνας ήταν εντονότερο. Οι Αρχές έδιναν διακόσια γραμμάρια καλαμποκίσιο ψωμί τη μέρα το οποίο φυσικά δεν ήταν αρκετό. Έτσι παρατηρήθηκε το γεγονός της εξόδου των Καβαλιωτών προς την ύπαιθρο για την αναζήτηση τροφής. ”. (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.58).Το 1942 ήταν το σκοτεινότερο έτος του πολέμου. Τώρα, το μόνο ζήτημα που μας απασχολεί είναι το πρόβλημα της πείνας. Στα σπίτια, στα καφενεία, στην πλατεία, στους δρόμους όλοι συζητάνε για την πείνα. Στην αγορά της Χρυσούπολης δεν υπάρχει κανένα αγαθό για να πουληθεί. Το σιτάρι το κατέσχεσαν το περασμένο καλοκαίρι οι Βούλγαροι, το καλαμπόκι πουλιέται στη μαύρη αγορά με ογδόντα-εκατό λέβα και αυτό όχι σε ικανοποιητικές ποσότητες. Μας βρίσκεται όμως αρκετό γάλα, αγελαδινό ή κατσικίσιο το οποίο αποτελεί τη βασική μας διατροφή........ Όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση, ομάδες κατοίκων των γύρω χωριών αλλά και από την Καβάλα κατέκλυσαν το χωριό μας. Όλοι αυτοί ζητούσαν λίγο ψωμί για να κορέσουν την πείνα τους. Ήταν αποκαρδιωτικό και σπαρακτικό το θέαμα κινούμενων σκελετών για την αναζήτηση τροφής......... Η τρομοκρατία όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και εντείνεται καθημερινά. Οι Βούλγαροι έλεγχαν τα πάντα, την δημόσια διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την αστυνομία και φυσικά τον στρατό και την δικαιοσύνη. Η υποτυπώδης λειτουργία της τελευταίας στα μέρη μας, την έκανε σχεδόν ανύπαρκτη. Όσο για κοινωνική πρόνοια και δημόσια έργα, δεν μπορούσε να γίνει ούτε κουβέντα. Τα πράγματα όμως για τον κόσμο ήταν τραγικά, όσον αφορά το οικονομικό. Προείχε η επάρκεια του ψωμιού, όλα τα υπόλοιπα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Όλα υποφέρονταν εκτός βέβαια από το θάνατο. Ο θάνατος από ασιτία είναι φρικτότερος όλων. Ο δυνάστης πήρε στα χέρια του όλη την οικονομική ζωή του τόπου. Την διαχείριση όλων των μικροβιοτεχνιών και των μικροεπιχειρήσεων τις ανέλαβαν Βούλγαροι επαγγελματίες. Ακόμη και τα πιο εύφορα χωράφια του κάμπου, παραχωρήθηκαν σε Βουλγάρους εποίκους. Ο εκβουλγαρισμός σε τέλεια και μελετημένη εφαρμογή. Παράλληλα ο δυνάστης έδιωξε βίαια όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, τους διανοούμενους και κυρίως τους στρατιωτικούς στην Γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στη προσπάθεια του να αποθαρρύνει τον απλό λαό, πράγμα που το πέτυχε απόλυτα. Ύστερα από τον αποδεκατισμό του πληθυσμού, στα μέρη μας παρέμεινε η μεγάλη μάζα του απλού λαού, του κόσμου που αγαπά τις παραδόσεις και τον τόπο του πολύ, πιστά και με μεγάλη ανιδιοτέλεια. Νέοι Απόστολοι της ιδέας του Ελληνισμού εμφανίστηκαν μέσα από αυτές τις μάζες. Άνθρωποι με μόρφωση του δημοτικού σχολείου, έπιαναν τον σφυγμό του κόσμου και με την ενθάρρυνση, την πίστη για την δίκαιη έκβαση του αγώνα και το σπουδαιότερο με τη διάδοση επιθυμητών ειδήσεων από τα μέτωπα του πολέμου, διογκωμένων τις περισσότερες φορές, πέτυχαν το έργο τους, δηλαδή αρχικά την συγκράτηση και αργότερα την αναπτέρωση του ηθικού του λαού με την βεβαιότητα πως πλησιάζει η άγια μέρα της απελευθέρωσης. Με το όραμα της άγιας αυτής μέρας περνάει ο κόσμος τη δύσκολη εποχή που διανύουμε”. (Παναγιώτης Αμπεριάδης, “Μια προσφυγική οικογένεια στο ορεινά του Νομού Καβάλας 1922-1952”, ΙΛΑΚ, Καβάλα 1994, σελ.164).