Σάββατο 23 Μαΐου 2009

ΕΚΦΥΛΙΣΜΕΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
















Ο 20ος αιώνας ούτως ή άλλως είναι γνωστός για την ισοπεδωτική επίδρασή του πάνω σε διάφορους θεσμούς, αξίες και δομές οι οποίες άντεξαν στη διάρκεια πολλών αιώνων και ως ένα σημείο χαρακτήρισαν την ελληνική φυλή και κατ’ επέκτασιν το ελληνικό έθνος. Το μεγαλύτερο κακό συνέβη κατά το δεύτερο μισό του αιώνα μετά δηλαδή από τον εμφύλιο πόλεμο, διάστημα κατά το οποίο και στο όνομα της γρήγορης «επούλωσης» των πληγών και του βιαστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκαν εγκλήματα και ισοπεδωτικές αναδιαρθρώσεις -προς το ρηχότερο- σε όλους τους θεσμούς.
Τα απτά αποτελέσματα της παραπάνω διαπίστωσης ήταν η μαζική αστικοποίηση χωρίς μέτρο του πληθυσμού, η ανεξέλεγκτη αντιπαροχή και η καταστροφή τους φυσικού κάλλους των πόλεων, η εγκατάλειψη της επαρχίας με συνέπεια ιστορικά χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας να αφήνονται στο έλεος πλιατσικολόγων, η ξενομανία, οι αλά Λας Βέγκας νέον επιγραφές, η ηθική κατάπτωση, η επικράτηση του κακέκτυπου της λαϊκής μουσικής ένα μίγμα αραβικών ισραηλινών και ινδικών ήχων με εύκολη μουσική αισχίστου είδους.
Στο πλαίσιο της πραγματικότητας αυτής παρατηρείται έντονο το φαινόμενο της εκφύλισης της δημοτικής ή καλύτερα της παραδοσιακής μουσικής των Ελλήνων. Η εκφύλιση αυτή παρουσίασε στη διάρκεια όλης αυτής της τελευταίας πεντηκονταετίας κορυφώσεις ανάλογα με το είδος της παραδοσιακής μουσικής και ήταν σε άμεση εξάρτηση από την εμφάνιση και καταξίωση κάποιων καλλιτεχνών οι οποίοι εισήγαγαν νεωτερισμούς στη παραδοσιακή μουσική συνήθως προς το ρηχότερο.
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε δημοτική ή ελληνική παραδοσιακή μουσική έχει διάφορες εκφάνσεις: Την κλασσική δημοτική μουσική της Ρούμελης και του Μοριά, το ηπειρώτικο τραγούδι, το νησιώτικο τραγούδι, το θρακιώτικο τραγούδι, το ποντιακό και το κρητικό τραγούδι. Η δημοτική λοιπόν ή παραδοσιακή ελληνική μουσική αποτελεί σύμφωνα με τον ορισμό του Λίνου Πολίτη ένα λογοτεχνικό είδος γιατί αντλεί υλικό από την προφορική λογοτεχνική παράδοση που αναπτύχθηκε στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια κυρίως των δέκα τελευταίων αιώνων. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι αποτελεί τον ενωτικό κρίκο μεταξύ της αρχαίας και της νεώτερης Ελλάδας σώζοντας ήθη, έθιμα, παραδόσεις, συνθήκες διαβίωσης άλλων εποχών, πολιτισμούς ολόκληρους περιγράφοντάς με γλαφυρούς στίχους την καθημερινότητα των Ελλήνων όλων των εποχών. Το κάθε είδος από τα παραπάνω αναφερθέντα στο πέρασμα των αιώνων ανέπτυξε μια συγκεκριμένη μορφολογία μουσικής, χρησιμοποίησε συγκεκριμένα όργανα για την απόδοση των μουσικών αυτών και έτσι απέκτησε μια χαρακτηριστική μορφή και ένα στυλ μοναδικό το οποίο πέρασε με το διάβα των αιώνων στο γονίδιο της φυλής που αντιπροσώπευε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού του των ανθρώπων οι οποίοι μετά τη βίαιη ανακατάταξη της μικρασιατικής καταστροφής έμελλε να ζήσουν όλοι μαζί στο σημερινό Ελλαδικό χώρο.
Αυτήν λοιπόν τη διεργασία των αιώνων ήρθε να διαταράξει η «καινοτομία» της μουσικής τα τελευταία 50 χρόνια. Έτσι εμφανίζονται μουσικοί καινοτόμοι οι οποίοι εισάγουν νεωτερισμούς στο παραδοσιακό τραγούδι εισάγουν δηλαδή ηλεκτρικό ήχο στο ηπειρώτικο, εισάγουν συνθεσάιζερ και αρμόνιο στο ποντιακό, ηλεκτρικό βιολί στο νησιώτικο, και υβριστικούς στίχους συνοδευόμενους από παραδοσιακή μουσική στο κρητικό τραγούδι. Το παραδοσιακό τραγούδι όδευσε με ευκολία προς τις πίστες όπου έγινε ρυθμός για να χορεύουν οι λικνιζόμενες νεαρές τσιφτετέλι και οι μάγκες νεαροί ζειμπέκικο.
Οάσεις βέβαια μέσα στην έρημο υπάρχουν πάντα, άνθρωποι σοβαροί οι οποίοι οργανώνουν κοιτίδες διδαχής παραδοσιακών τραγουδιών και χορών της κάθε φυλής σεβόμενοι την παράδοση καινοτομώντας όπως πρέπει με βάση το ύφος και το στυλ της εκάστοτε μουσικής. Ας ελπίσουμε να επικρατήσουν αυτοί οι οποίοι πληθαίνουν τώρα τελευταία, όπως πληθαίνουν και οι νέοι άνθρωποι που ακολουθούν την παράδοση.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα τραγούδια αυτά μας συνδέουν με τον παρελθόν μας στο βάθος των αιώνων και ότι η άρρηκτη σχέση και η συγγένεια των διαφόρων εκφάνσεων της παραδοσιακής μουσικής, αποτελεί απόδειξη της κοινής καταγωγής όλων των σημερινών ελλήνων ή έστω της αρμονικής συμβίωσης στον ίδιο γεωγραφικό χώρο στο διηνεκές των αιώνων κάτι που τονίζει και ο μεγάλος Παλαμάς στο ποίημα Ανατολή:

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,λυπητερά,πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!Eίναι χυμένη από τη μουσική σαςκαι πάει με τα δικά σας τα φτερά

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάεικαι βογγάει και βαριά μοσκοβολάειμια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,κ' είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,η λαγγεμένη Aνατολή.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ


Στο σημερινό άρθρο παρατίθεται αυτούσιο και σχολιάζεται ένα τραγούδι που έγραψε και τραγούδησε ο Νικόλας Άσιμος, ένας τραγουδοποιός ο οποίος ακολούθησε το μοναχικό δρόμο και χάρισε στη γενιά μας μια σειρά από αριστουργήματα. Τραγούδια τα οποία σε προβληματίζουν, σε κάνουν να κοιτάς συχνά πυκνά μέσα σου και να αναθεωρείς πράγματα τα οποία έχεις ακολουθήσει στη ζωή σου ως νόμους και κανόνες. Το τραγούδι έχει τον τίτλο ‘ο μηχανισμός’ και με τους κυνικά συμβολικούς, επαναστατικούς και έντονα πολιτικοποιημένους στίχους του αποτελεί ένα μανιφέστο κατά του συμβιβασμού με την ύλη, κατά του ξεπεσμού της τέχνης.

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ

Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής Και να γυρίσω δίσκο

Θα ‘ρθει όμως καιρός που κι εσύ θε να πειστείς Πως έτσι δεν τη βρίσκω.

Τι θα κάνω ήτανε γραφτό Θέλω δεν το θέλω ότι τραγουδώ Να το πουλώ να ζήσω

Όταν πάω στον παραγωγό Πρέπει να βολέψω έτσι το γραφτό Να του γυαλίσει, για να το πουλήσει Να ‘χει σαλέπι, για να σας αρέσει Να έχει θέμα με έρωτα και αίμα Να είναι λόγια, λόγια κομπολόγια Να σας καλοκαρδίσω Για να σας γαλουχήσω.

Κι από χρέος συναδελφικό Να χαμογελάω στο κοινό Να του σαλεύω για να το μερεύω Να του σφυρίζω να το νανουρίζω Να το φουντώνω να το ξεφουσκώνω Και στην κομμούνα να είμαι οπορτούνα Για να σας εκτονώνω Με πλαίσιο το νόμο.

Δουλειά σου είναι μούπανε να κρύβεις τα τρωτά Των καθιερωμένων Για να διατηρήσουμε τα οικονομικά Των ευαρεστημένων.

Σιγουριά και δόξα το θεώ Τα καλά στον καπιταλισμό Είναι πως έχει βίδα.Άμα πιάσεις το μηχανισμό Από τ’ αυτιά τον πιάνεις το λαγό Τον Πελοπίδα τρως με μια τσιμπίδα Στην Παρθενόπη χαρίζεις ένα τόπι Και με τα χρόνια γυρνάς μες στα σαλόνια Ξεχνάς ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα Και του εργάτη καβάλησες την πλάτη. Μα θε να πει Αμάν πια Και πας ες τα κομμάτια Και άει στα κομμάτια.

Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής Και να γυρίσω δίσκο Θα ‘ρθει όμως καιρός που κι εσύ θε να πειστείς Πως έτσι δεν τη βρίσκω.


Ο ίδιος ο Άσιμος για την ιστορία του τραγουδιού αυτού έγραψε:
"Το κομμάτι γράφτηκε αρχές του ’75 μετά τη διάλυση του Μου. Θε. Φτω. (Μουσικό θέατρο φτώχειας) και την επικράτηση των Αντάρτικων στην Πλάκα, ακόμα και στο ίδιο μαγαζί που στεγαζόμασταν εμείς. Προσπαθώντας να κρατήσω τον εαυτό μου όρθιο αποφάσισα να πάω σε εταιρεία, αλλά μόνο μ’ αυτό το κομμάτι. Αλλά και γι’ αυτό μονάχα γράφτηκε. για να γίνει δίσκος. Και έγινε και δίσκος. Παρ’ όλο που είχα τσακωθεί πιο παλιά με τον παραγωγό της εταιρείας ήξερα πως ήταν ο μόνος που θα τόκανε. Πράγματι το βρήκε εμπορικό.
Πέσαν απάνω μου βέβαια να μου αλλάξουν μερικές φράσεις κλειδιά, τίποτα εγώ. Ώσπου ο Πατσιφάς περιορίστηκε στη φράση "να το φουντώνω να το ξεφουσκώνω". Ήθελε να το κάνει "να το φουσκώνω να το ξεφουσκώνω", ακόμα και μέσα στο στούντιο. Τον άφησα λοιπόν αυτόν να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει και εγώ τραγούδησα "να το φουντώνω να το ξεφουσκώνω".
Μέσα στο χάος που επικρατούσε ακόμα τότε Καλοκαίρι ’75 (η επιτροπή απουσίαζε διακοπές) το τραγούδι παίχτηκε στο ραδιόφωνο δυο τρεις φορές σε διαφημιστικές εκπομπές της εταιρείας. Ώσπου το πήρανε χαμπάρι (Χατζηδάκης έφα: "δεν είναι ποίηση αυτή") απαγορεύτηκε και τετέλεσται. Όπως τετέλεσται γρήγορα-γρήγορα και η δικιά μου ανάμειξη με το σούπερ μάρκετ του θεάματος.
Για όλη αυτή την ιστορία πληρώθηκα 3 (τρία) κατοστάρικα για εκτελεστικά τραγουδιστή.
Όσο για τα συνθετικά μου ποσοστά δεν πήγα να τα γυρέψω μιας και δε χωνεύω τους ληστές της Λ.Ε.Π.Υ. (εταιρεία Πνευματικής ιδιοκτησίας) .
Πάντως παρ’ όλο που δεν αισθάνομαι, ιδιοκτήτης των τραγουδιών μου, όσον αφορά τις εταιρείες και τους λοιπούς ραδιοφωνότηλεοπτικούς τους απαγορεύω την εκμετάλλευση των τραγουδιών μου, αν τύχει κι επιτρέπονται και γίνουνε ποτέ της μόδας.
Κι όταν το λέω το εννοώ ακόμα και πεθαμένος. Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη."


Ο Άσιμος και με τα λεγόμενά του επιβεβαιώνει την ανυποταξία του στα καθιερωμένα πρότυπα και στερεότυπα της εποχής του και δημιουργεί ένα διαχρονικό και επίκαιρο σε κάθε εποχή διαμάντι. Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο μηχανισμός που μιλάει για συμβιβασμένους ανθρώπους και κυρίως ξεπεσμένους ιδεολόγους άλλων εποχών οι οποίοι στο βωμό του κέρδους ξεπούλησαν ακόμη και τα μετάλλια που κληρονόμησαν από τη Μακρόνησο. Μιλάει λοιπόν ο Νικόλας ως προφήτης για τα σημερινά τερατουργήματα της μουσικής που γοητεύουν τους νέους της εποχής μας τα οποία έχοντας μπόλικο σαλέπι, έρωτα, θέμα και αίμα ελέγχουν και κατευθύνουν μελλοντικούς πολίτες εκεί που θέλουν. Μιλάει ο ασυμβίβαστος μέχρι τέλους για ημερωμένο, υπνωτισμένο κοινό αλλά και επικίνδυνους ‘νόμους πλαίσιο’ ορίζουν τη ζωή όλων ημών των συμβιβασμένων. Η σημαντικότερη αναφορά είναι όμως αυτή της βίδας του καπιταλισμού. Γραμμένο το τραγούδι τον Μάιο του 1975 προβλέπει την εξέλιξη του καπιταλισμού για τα επόμενα 34 χρόνια, μιλώντας για την ελαστικότητα του συστήματος το οποίο εξασφαλίζει τα κέρδη των ευαρεστημένων, που πολλές φορές ξεχνούν την καταγωγή τους. Είναι εκπληκτικό το πώς κάθε φορά ακούγοντας αυτό το τραγούδι νιώθεις ότι έχεις προδώσει αυτά για τα οποία είχες κάποτε αγωνιστεί, νιώθεις γιαλαντζί μπρος στο μεγαλείο της γνησιότητας του Άσιμου. Τέλος σιγουρεύεσαι για το ότι δεν πρόκειται ποτέ να σε βρούνε κρεμασμένο εξαιτίας των τύψεων συνειδήσεως που ένιωσες επειδή αποτελείς μικρό ή μεγάλο γρανάζι του μηχανισμού.