Τρίτη 13 Απριλίου 2010

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ







Ένα φαινόμενο που συναντάται σε ορισμένους καλλιτέχνες και κατά την προσωπική μου εκτίμηση, τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, είναι η εξύμνηση σε κάποια σημεία του έργου τους, της πατρίδας τους, του τόπου που γεννήθηκαν ή και συνεχίζουν να ζουν. Οι καλλιτέχνες αυτοί, δείχνουν με τις δημιουργικές αναφορές στον τόπο τους, ότι τα παιδικά, εφηβικά αλλά και τα ύστερα χρόνια τους σημαδεύτηκαν από αυτόν, ότι έζησαν πραγματικά και σε όλες της τις διαστάσεις τη ζωή τους εκεί, απέκτησαν ειλικρινείς σχέσεις με τους ανθρώπους και εμπνεύστηκαν από αυτόν μακρινά ταξίδια πριν καν φύγουν μακριά.
Στη σημερινή ανάρτηση θα γίνει μια αντιπαραβολή τοπικιστικών αναφορών στο έργο ενός μεγάλου Έλληνα ποιητή που έχει φύγει απ’ τη ζωή του Γιάννη Σκαρίμπα για τη μούσα του την Χαλκίδα και δυο σύγχρονων τραγουδοποιών και ερμηνευτών ταυτόχρονα που ίσως δυο γενιές μετά τους κατατάσσουν και αυτούς στην κατηγορία των μεγάλων ποιητών, του Αργύρη Μπακιρτζή για τη μούσα του την Καβάλα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου για την πολυαγαπημένη του Λάρισα.
Ο κυρ Γιάννης ο Σκαρίμπας λοιπόν εκτός από τη συλλογή διηγημάτων του 1973 ‘Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα’, τις αποστροφές του λόγου του όπως η αναφορά του στο ρεύμα του σουρεαλισμού ότι ‘κυλάει μέσα του σαν την παλίρροια του Ευρίππου’ και το εκπληκτικό σπασμένο καράβι που εμπνεύστηκε από τον Ευβοϊκό, σε δυο κατακπληκτικά ποιήματα υμνεί όπως κανείς άλλος την πόλη στην οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

ΧΑΛΚΙΔΑ(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότοςκι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτοςήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποιπάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάριατά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σουκι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνακαί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότοκαί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδαέναν μου ακόμη πιερότο! . . .
Στάδιον δόξης(συλλογή Εαυτούληδες 1950)
Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάραοι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...
Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη(με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —κει βαθιά, τη Χαλκίδα:
... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδεςόπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,νά και συ θιασάρχης!...
Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοίαμαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,όρθιο η πόλη λελέκι...
Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδείαεαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοιμεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία,κάθε τι ρεζιλίκι..
Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώληςκαι προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλειςμε κραυγές και με τούμπες!...
Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει(αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει)η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένησαν από —τεμπεσίρι...
Ο δεύτερος στη σειρά Αργύρης Μπακιρτζής ύμνησε την Καβάλα μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του:
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΣΤΗ ΜΥΡΟΒΟΛΟ
Από το πάρκο στη Μυροβόλο το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο
το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο από το πάρκο στη Μυροβόλο
Αντανακλά το χαμόγελό σου και με διαλύει στο φως

Τ’ αχτένιστα μαλλιά σου καλέ μου, χθες ήταν καλοχτενισμένα
χθες ήταν καλοχτενισμένα, τ’ αχτένιστα μαλλιά σου καλέ μου
Δείχναν πως θα παχύνεις
Κι οι μπότες, που δε φοράς ποτές σου, είχανε γίνει σύμβολο

Ένα φιλάκι, δεν είναι δράμα μην το παιδεύεις με τόσες ιδέες
Έτσι από δράμα σε δράμα ξεπέφτεις και επανάσταση πάλι ζητάς

Πες του μπαμπά σου όταν σε φιλάει να μη φοράει τα μαύρα γυαλιά
Γιατί σκιάζουν τα ωραία σου μάτια
Και μες στη σκιά τους τους άλλους κοιτάς

Από το πάρκο στη Μυροβόλο το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο
το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο από το πάρκο στη Μυροβόλο
Αντανακλά το χαμόγελό σου και μ’ εκτινάσσει στο φως

ΤΟ ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΣΟΥ ΕΙΔΩΛΟ
Συχνάζεις στο μικρό καφέ, κι εγώ στη Μυροβόλο
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε

Εγώ ξυπνώ απ’ τις εφτά, κι εσύ το μεσημέρι
κι όταν τινάζω τα χαλιά, στο βόλεϊ πάντα τρέχεις

Στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά, εγώ έντεκα με μία
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε

Μα πού θα πάει ο καιρός, κι οι βουλισμένοι χρόνοι
Θε να ’ρθει κάποιο σούρουπο ξανά ν’ ανταμωθούμ
ε

Αντιστοίχως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου

ΠΑΣΤΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΑΚΙ
Μια πάστα η ζωή
κι η ΑΕΛ το κερασάκι
Κι όλα όσα θέλω για να πω
τα τρώει το ποταμάκι

Μονάχα ο δόκτωρ Ιπποκράτης
το 'χει πάρει είδηση
κι αφήνοντας το βάθρο πού και πού
στις όχθες πάει να ψαρέψει το μυστικό

Βεγγέρα, Μούσες, Μονοπώλιο, Μπραζίλ και Λάμπα
της πόλης οι μοιραίοι εξασκούνται στο μπλαζέ
Στη σκοτεινή πλευρά τελώνια λευτερώνονται
και τατουάζ γεμάτα αχ και βαχ
στου Πηνειού τις λεύκες χαράζουνε

Σκυφτός στης ΔΕΥΑΛ τα χαρακώματα μετράω
τις Κυριακές που ακόμα η πλάτη μου θα φορτωθεί
Πίσω απ' τους δύστροπους φακούς μου
της μυωπίας την κοιτώ
Μια παντρόνα να μ' ορέγεται
και να με περιπαίζει η Λάρισα
ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ

Μες την κοιλά- -όπως τα λέω-
μες την κοιλάδα των Τεμπών
φόβος των μη-χανοδηγών


Είναι ένας γέ -όπως τα λέω-
είναι ένας γέρο-πλάτανος
μαγκούφης και παράφορος

Που πίνει απ' το - πως τα λέω-
που πίνει απ' το θολό νερό
του ποταμού το ιερό

Πίνει κι απλώ- -όπως τα λέω-
πίνει κι απλώνει ρίζωμα
βαθιά μέσα στα ανείπωτα

Κι όποτε παί- -όπως σας λέω-
κι όποτε παίρνει ανάποδες
γέρνει και πέφτει στις γραμμές

Πιάνει το τρέ- -όπως τα λέω-
πιάνει το τρένο από τ' αυτί:
Μην τη περνάς τη Γευγελή

Μένα μου το -όπως τα λέω-
μένα μου το 'πε ο Πηνειός
το μυστικό ο φλύαρος

Πως ήταν ά- -όπως τα λέω-
πως ήταν άνθρωπος παλιά
κι είχε παιδιά στην ξενιτιά



Μεγάλη παρακαταθήκη λοιπόν για τους ανθρώπους ενός τόπου, η εξύμνησή του από έναν καλλιτέχνη και μεγάλη τιμή για την ίδια τη γη, αυτή που γέννησε αυτούς τους ανθρώπους γιατί τούτο δείχνει πως έχει μπόλικο υλικό και αύρα για να τους εμπνέει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: