Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Περί Ελευθερίας



Τόπος: Νέος Ξεριάς Καβάλας.

Χρόνος: Μόλις χάραξε το 2012.

Σε ένα μικρό χωριό λοιπόν των 504 κατοίκων, λίγες ημέρες αφότου ξεκίνησε το 2012, ένα έτος που κανείς δεν ξέρει πως θα καταλήξει για τους Έλληνες, συντελέστηκε ένα γεγονός που αποτελεί μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη. Έφυγε από τη ζωή, η τελευταία κάτοικος του χωριού, που ήρθε από την ‘άλλη μεριά’ δηλαδή από τη Μικρά Ασία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο παλιός Ξεριάς, ένα χωριό που πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ονομαζόταν Κουρού Ντερέ και κατοικείτο αμιγώς από Τούρκους κατοίκους, ξεκίνησε να υπάρχει ως Ελληνικό χωριό από το 1922 και εγκαταλείφθηκε το 1980, λόγω μετεγκατάστασης των κατοίκων του σε νέο χώρο όπου και δημιουργήθηκε ο οικισμός του Νέου Ξεριά, που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Ο Ξεριάς λοιπόν δημιουργήθηκε το 1922 από πρόσφυγες Έλληνες που κατέφτασαν στον τόπο αυτό (και αυτό είναι το πρωτότυπο και το αξιοσημείωτο) από όλες τις μεριές της Μικρασίας. Έτσι το χωριό αυτό συντέθηκε από πρόσφυγες του Πόντου, της Θράκης, των παραλίων της Μικράς Ασίας (Προύσα, Κουσάντασι κλπ) και από λίγους Σαρακατσάνους οι οποίοι ζούσαν ως νομάδες στην ευρύτερη περιοχή και εγκαταστάθηκαν στο χωριό μαζί με τους πρόσφυγες. Οι άνθρωποι αυτοί ξεκίνησαν στον τραχύ αυτόν τόπο μια καινούρια ζωή, πράγμα τραγικά δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι έρχονταν από διαφορετικούς εντελώς τόπους, άφησαν πίσω τους τις περιουσίες και τα κεκτημένα αιώνων και ψυχολογικά και σωματικά ράκη έβαλαν το κεφάλι κάτω, για να ξαναφτιάξουν τις οικογένειές τους και να ξαναδημιουργήσουν αξιοπρέπεια, τιμή, περιουσία, ζωή.

Το δύσκολο προφανώς της υπόθεσης ήταν η συμβίωση γιατί οι εμπειρίες, οι συνήθειες, οι οικογενειακές καταβολές και οι αρχές όλων αυτών των διαφορετικών ανθρώπων δεν ευνοούσαν την αρμονική συνύπαρξη. Παρόλα αυτά όμως μέσα σε λίγα χρόνια οι διαφορετικότητες συγκεράστηκαν και το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Μέσα από τη φτώχια τους, τις δυσκολίες, τις κακουχίες, τους πολέμους, τις κατοχές, τον εμφύλιο πόλεμο οι διαφορετικών πορειών και καταβολών πρώην ξένοι μεταξύ τους και νυν Ξεριώτες δημιούργησαν ένα νέο είδος. Γλέντησαν παρέα, τραγούδησαν και ένωσαν τις παραδόσεις τους, παντρεύτηκαν μεταξύ τους όπερ αναμίχθηκαν, με συστολή στην αρχή, η οποία ξεπεράστηκε εύκολα και εν γένει έγραψαν την ιστορία του Ξεριά, γράφοντας ο καθείς την δικιά του ιστορία.

Και έρχεται η σημερινή εποχή, η αυγή του 2012, το οποίο φαίνεται να είναι κρισιμότατο για την ύπαρξή μας ως κράτος, να ρίξει την αυλαία σ’ αυτήν την υπέροχη πορεία των ανθρώπων που ήρθαν από τις χαμένες κατά άλλους αλησμόνητες πατρίδες, με το θάνατο της ‘γιαγιάς’ Ελευθερίας. Το όνομά της ίσως είναι σημαδιακό για τη μετάβαση στην άλλη εποχή, στην οποία μένουν μόνο οι απόγονοι των προσφύγων να συνεχίσουν να προσφέρουν σ’ αυτή τη γη, με την υποχρέωση να μην ξεχάσουν ούτε αυτοί ούτε οι απόγονοί τους από πού βαστάν οι ρίζες τους. Το όνομά της λοιπόν σημαδιακό (ίσως γι’ αυτό την άφησε ο χάρος τελευταία), γιατί πάντα η ελευθερία ως ιδέα περικλείει τη μετάβαση σε άλλο επίπεδο ύπαρξης. Η μορφή της, σφραγίδα στο μυαλό ημών των νεότερων που μεγαλώσαμε στη γειτονιά της και παίξαμε στην αυλή της. Γεννημένη το 1918 έλεγε η ίδια (στα χαρτιά βέβαια γραμμένη το ’22 προφανώς ψέμα γιατί θυμόταν το ταξίδι του ερχομού). Πάντα είχε έναν καλό λόγο για όλους, η χαρακτηριστική μαυροφόρα με το μαύρο τσεμπέρι, μάνα και γιαγιά, χήρα γιατί έχασε τον παππού νωρίς, πράα και γαλήνια. Αργή στις κινήσεις της άναβε το φούρνο και ζύμωνε το ψωμί, έψηνε το φαγητό και μοσχομύριζε η γειτονιά μυρωδιές αλησμόνητες για όλους μας. Ο τελευταίος λοιπόν χαιρετισμός προς τη γιαγιά Ελευθερία, η οποία επιλέχθηκε από τη μοίρα να αποτελέσει την ύστατη παρουσία ανθρώπου στο χωριό αυτό, που γεννήθηκε απέναντι, εκτός από την λύπη και την περίσκεψη που δημιουργεί, μας φέρνει αντιμέτωπους με την τεράστια ευθύνη της σκυτάλης που μας παραδίδει η εν λόγω γυναίκα. Την ευθύνη της συνέχισης της ιστορίας του τόπου αλλά και γενικότερα την ευθύνη της συνέχισης της ύπαρξης της Ελλάδας που με μεγάλη αγάπη μας μεταλαμπάδευσαν οι πρόσφυγες παππούδες μας. Η Ελλάδα που έφεραν οι πρόσφυγες παππούδες μας από την Πατρίδα τους ο καθένας, ήταν γνήσια, αμόλυντη, ιδεώδης, σαν την εικόνα της Παναγίας ή το μαντήλι της μάνας τους που έκρυψαν κατάσαρκα για να μην τους τα βρει ο Τούρκος στο δρόμο της μεγάλης επαναφοράς, στο «μόνον της ζωής τους ταξείδιον». Άσχετα αν στη γη αυτή συνάντησαν δυσκολίες, αγκάθια, ενίοτε απαξίωση και προβλήματα προσαρμογής, μολαταύτα σαν αγριόχορτο φύτρωσαν κι εδώ. Αυτή την ιδεατή Ελλάδα που είχαν στο νου τους και έφεραν μαζί τους οι αμόλυντοι πρόγονοί μας, οφείλουμε να αναδείξουμε, τιμώντας τον ιδρώτα τους. Καλό ταξίδι γιαγιά Ελευθερία

Δεν υπάρχουν σχόλια: