Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΜΕΡΟΣ Β'



Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης – Παναγιώτης Ε. Αμπεριάδης


Τυπολογία ατομικών μετακινήσεων και πρωτοβουλιών φυγής από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, 1941-44.

Θα ακολουθήσει αναφορά στους τρόπους φυγής:
Από αυτούς που προσπαθούσαν να αποφύγουν να γίνουν «ντουρντουβάκια», όσον αφορά τουλάχιστον την παρέα των επτά νέων που προαναφέρθηκε, ο μεγαλύτερος σε ηλικία βρήκε τον τρόπο: Φύγαμε παραμονή του Σταυρού, 13 Σεπτεμβρίου του 1941, με ένα καράβι που κουβαλούσε ξυλεία και σάλπαρε από την Καβάλα με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Φορτωμένοι από ένα καδρόνι ο καθένας, με τη βοήθεια του Βούλγαρου σκοπού που έκανε τα «στραβά μάτια», μπήκαμε στα αμπάρια λαθραίοι μαζί με πλήθος άλλων Καβαλιωτών με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Το καράβι λόγω θαλασσοταραχής βγήκε στα Νέα Μουδανιά και οι επτά μας για να μην ρισκάρουμε άλλο με την παραμονή μας στο καράβι, κατεβήκαμε εκεί και περπατώντας φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη.
Ο νεαρός γεωπόνος θυμάται: Κάποια μέρα ήλθαν και στο χωριό οι Βούλγαροι. Επιτάξανε το σπίτι (καινούργιο τότε) του μπακάλη Θανάση Παπαθανασίου στην πλατεία όπου και εγκατέστησαν το δημαρχείο τους, το Κμέστβο . Δεν απαγόρευσαν αμέσως την νυχτερινή κυκλοφορία αλλά απαγόρευσαν την έξοδο από το χωριό χωρίς άδεια, ξήλωσαν όλες τις Ελληνικές ταμπέλες αντικαθιστώντας τις με Βουλγάρικες, διέταξαν να έχουμε όλοι την τρίχρωμή τους σημαία και άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαθιστούν τον δικό τους τρόπο διοίκησης. Έβγαλα τον Ιούλιο άδεια από το Κμέστβο για την Καβάλα και την άλλη μέρα το ’κοψα με τα πόδια. Επειδή είχα άδεια δεν φοβόμουν να περάσω μέσα από το Πράβι. Πέρασα λοιπόν, έφτασα στην Καβάλα χωρίς κανένα απρόοπτο και ήλθα σε επαφή με κάποιον μεσάζοντα (πάντα φυτρώνουν τέτοιοι σε τέτοιες καταστάσεις) ο οποίος διευκόλυνε, με τη γνώση της γλώσσας, όσους ήθελαν να ταξιδέψουν εκτός της ζώνης κατοχής των Βουλγάρων. Έβγαλα και του έδωσα δύο φωτογραφίες μου και 125 λέβα για την αμοιβή του (αρκετά λεφτά για την εποχή) και με την υπόσχεση ότι σε δύο μέρες θα έχω την άδεια πήρα το δρόμο της επιστροφής, Γύρισα κατά το βραδάκι (56 χιλιόμετρα σε μια μέρα χώρια το τρέξιμο μέσα στην Καβάλα) κουβαλώντας μάλιστα μια μπουρλιά (αρμαθιά) ψάρια τα οποία αγόρασα φρέσκα στην Καβάλα και τα έφτασα μισοβρώμικα στο Παληοχώρι. Ήταν αρκετή η ζέστη. Τέλη Ιουλίου βλέπετε.
Φύγαμε την άλλη μέρα το πρωί με ένα επιβατικό τραίνο. Οι μηχανές, τα βαγόνια και όλο το τροχαίο υλικό ήταν των ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους) που είχαν περιέλθει στις αρχές κατοχής. Το προσωπικό ήταν Βούλγαροι σιδηροδρομικοί.
Το ταξίδι ήταν σχετικά άνετο. Δεν διέφερε σε τίποτε από τα προηγούμενα που είχα κάνει στην ίδια γραμμή. Οι επιβάτες ήταν σχετικά λίγοι, οι πιο πολλοί Έλληνες που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη αλλά και μερικοί Βούλγαροι για τις μικρές διαδρομές. Περάσαμε αρκετούς σταθμούς και φτάσαμε στον Στρυμόνα. Η σιδηροδρομική γέφυρα ήταν ανατιναγμένη και θάπρεπε ν' αλλάξουμε τραίνο. Θα περνούσαμε τη γκρεμισμένη γέφυρα με τα πόδια πατώντας πάνω στα μισοβυθισμένα στο νερό σίδερά της, κουβαλώντας στους ώμους τα μπαγκάζια μας. Για μένα, βέβαια, ήταν εύκολο γιατί δεν είχα παρά ελάχιστα πράγματα μαζί μου. Νομίζω πως εκεί άφησα και ότι υπόλοιπο ψωμί μου είχε απομείνει (πολύ χαζή ενέργεια όπως φάνηκε αργότερα).
Φτάσαμε απέναντι και καθίσαμε γύρω από τη γραμμή περιμένοντας το τρένο. Εγώ απορούσα που δεν έβλεπα Έλληνες στρατιώτες ή χωροφύλακες αφού εκεί (νόμιζα πως) ήταν τα νέα σύνορα. Ρώτησα τους συνταξιδιώτες μου εκφράζοντας την απορία μου. Με πληροφόρησαν πως ακόμη βρισκόμασταν σε Βουλγαροκρατούμενο έδαφος και πως τα σύνορα ήταν 2-3 σταθμούς παραπέρα.
Περιμένοντας το τρένο, που αργούσε, σκέφτηκα να κάνω ένα περίπατο στα γύρω. Προχώρησα σε ένα δασάκι και βρέθηκα μπροστά σε μερικούς τάφους Ελλήνων στρατιωτών που είχαν σκοτωθεί στις πρόσφατες μάχες του Μπέλες που υψωνόταν δίπλα μας. Τους είχαν θάψει οι Γερμανοί, όπως είχαν θάψει και τους δικούς τους εκεί κοντά.
Κάποτε έφτασε το τρένο, επιβιβαστήκαμε και συνεχίσαμε το ταξίδι. Η αμαξοστοιχία ήταν τώρα επανδρωμένη με Έλληνες σιδηροδρομικούς, μια και θα πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο υπήρχαν και Βούλγαροι χωροφύλακες που θα έκαναν τον έλεγχο των αδειών μας διέλευσης. Περάσαμε τους σταθμούς του Σιδηροκάστρου, των Ποροΐων, της Ροδόπολης, (ίσως και της Βυρώνειας, δεν θυμούμαι καλά τη σειρά) και …επιτέλους, μετά τον έλεγχο, φτάσαμε στις Μουριές τον πρώτο σταθμό υπό Ελληνική διοίκηση. Όταν είδα τους πρώτους Έλληνες χωροφύλακες μου ήρθε να τους αγκαλιάσω και να τους φιλήσω. (Εγώ που δεν τους είχα και σε πολλή συμπάθεια στο παρελθόν ούτε και αργότερα, βέβαια). Κατέβηκα και πήρα κάτι για φαγητό και μια Ελληνική (Ελληνόγλωσση δηλ.) εφημερίδα. Διάβασα τα νέα της Ελλάδας για πρώτη φορά ύστερα από τέσσερες μήνες. Θυμούμαι, ανάμεσα στα άλλα που διάβασα, πως εκείνες τις μέρες αποφυλακίστηκε η «κακούργα πεθερά», η Κάστρου, που μαζί με την κόρη της και τον ανιψιό της είχαν δολοφονήσει και τεμαχίσει, πριν από 8-10 χρόνια περίπου, τον γαμπρό της τον Αθανασόπουλο και είχαν γίνει οι ηρωίδες του τραγουδιού « καημένε Αθανασόπουλε τι σού ’μελλε να πάθεις».

Πώς, όμως, εξασφάλισαν την επιβίωσή τους στην προσφυγιά οι φυγάδες;
Ξεκινάμε από την Πτολεμαΐδα του1941. Παραθέτουμε τη μαρτυρία του 20χρονου γεωπόνου:
Οι πρόσφυγες από την Αν. Μακεδονία και Θράκη είχαμε γίνει πια πολλοί, ιδίως μετά τις σφαγές του Σεπτέμβρη του ’41 στο Δοξάτο και Δράμα καθώς και τους αυστηρούς περιορισμούς και τις επιστρατεύσεις που είχαν επιβάλλει οι Βούλγαροι, η φυγή πολλών Ελλήνων είχε πάρει μορφή εξόδου (πράγμα που επιθυμούσαν, βέβαια οι «καταχτητές» αυτοί). Οργανωθήκαμε λοιπόν, οι πρόσφυγες, σε συλλόγους για την διεκδίκηση και τη διαχείριση των οποιωνδήποτε παροχών μας έδινε λίγο πού το κράτος. (Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μας μοίρασαν, αργότερα, και χωράφια από τα διαθέσιμα κοινόχρηστα για να μπορούμε να αυτοσυντηρούμεθα καλλιεργώντας τα).
Άλλοι φυγάδες βρήκαν εργασία στον ιδιωτικό τομέα ή στο Κράτος της γερμανοκρατούμενης «Ελληνικής Πολιτείας».
Ο νεαρός γεωπόνος διορίστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας –όταν ο Βορειοελλαδίτης Σωτήριος Γκοτζαμάνης ορίστηκε Υπουργός Οικονομικών: Στα τέλη του 1942 είχε αλλάξει (αν θυμούμαι καλά) και η κεντρική κυβέρνηση. Είχε αναλάβει ο Λογοθετόπουλος και…σπάνιο φαινόμενο για τα Ελληνικά πολιτικά δεδομένα εκείνων των δεκαετιών, μπήκε σε αυτήν κι ένας Μακεδόνας πολιτικός ο Γκοτζαμάνης (καταγόταν νομίζω από τα Γιαννιτσά). Οπωσδήποτε, ο Γκοτζαμάνης μπορεί να μη κατάφερε να διορθώσει τα οικονομικά μας, αλλά ωστόσο δεν άφησε κανέναν Μακεδόνα απόφοιτο γυμνασίου αδιόριστο. Μπήκαν τότε στα διάφορα υπουργεία αλλά κυρίως στο Οικονομικών ένα σωρό νέοι και γέμισε μ’ αυτούς τις εφορίες και τα δημόσια ταμεία. Μπορεί, βέβαια, οι διορισμοί αυτοί να μη σήμαιναν και πολλά πράγματα με τους τότε γελοίους μισθούς που έδινε το κράτος, αλλ’ ωστόσο αυτό ήταν η αρχή για να πάψει να είναι η Μακεδονία φέουδο και αποικία της παλιοελλαδίτικης γραφειοκρατίας και πολιτικής.
Και συνεχίζει, αναφερόμενος στο καλοκαίρι του 1942: Οι Βούλγαροι δεν ανέχονταν, όπως φαίνεται, να υπάρχουν πολλοί νέοι στην ίδια οικογένεια και φρόντιζαν να τους… αραιώνουν κατά κάποιο τρόπο. Έτσι δυο μου αδέλφια, ο Ξενοφών και ο Δημητρός, ειδοποιήθηκαν από τον Απόστολο Παπαγεωργίου (δούλευε στο γραφείο της Κοινότητας) ότι έναν από τους δυο σκόπευαν οι Βούλγαροι να τον «επιστρατεύσουν». Αναγκάστηκε λοιπόν ο ένας, ο Ξενοφών να το σκάσει ερχόμενος στην κατεχόμενη Ελλάδα. Κατέβηκε στην Καβάλα βρήκε ένα βαρκάρη που έβγαζε λαθραία πρόσφυγες και με τη βάρκα του πέρασε αυτόν και την περιστασιακή παρέα του στην Ολυμπιάδα της Χαλκιδικής. Από την Ολυμπιάδα το πήραν με τα πόδια και χρησιμοποιώντας και το τρενάκι Σταυρού-Λαγκαδά έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και από κει στην Πτολεμαΐδα.
Κάποιοι από τους πληροφορητές μας εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Κιλκίς όπου βρίσκουν δουλειά και κάποιοι άλλοι σε αυτήν της Ημαθίας. Μετά από σκληρή δουλειά και μετακινήσεις στην ευρύτερη περιοχή, βρήκαν εργασία σε καταναγκαστικά έργα στη θέση άλλων (ντόπιων). Έγιναν στη συνέχεια εργάτες γης ή «υποτακτικοί» (παιδιά για δουλειές), φιλοξενούμενοι σε αποθήκες. Αμοιβή η τροφή τους και σε κάποιες περιπτώσεις σε είδος (καλαμπόκι), το οποίο πουλούσαν.
Μια από τις πτυχές της δραστηριότητας των φυγάδων ήταν η ένταξη σε αντιστασιακές οργανώσεις:
Στη Σκιάθο οι πληροφορητές μας ανέπτυξαν αντιστασιακή δράση –αρχικά δημιουργώντας μια μικρή ομάδα που έγραφε συνθήματα και κατέθετε στεφάνια στο ηρώο και τα αγάλματα του νησιού και τελικά εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ. Στη Σκιάθο κατέφυγε και ένας δάσκαλος από την Καβάλα, καθώς και μια Εβραία από τη Δράμα. Η τελευταία εντάχθηκε στο ΕΑΜ, πέρασε στα βουνά της Μαγνησίας κι έτσι απέφυγε την τραγική μοίρα των υπόλοιπων Εβραίων της Ανατολικής Μακεδονίας, όσων τουλάχιστον δεν είχαν την τύχη και ταυτόχρονα την ατυχία να ενταχθούν στα Τάγματα Εργασίας για τα οποία μόλις ακούσαμε.
Μερικοί από τους πληροφορητές μας συναντώνται τον Ιούνιο του 1943 με το Νίκο Χατζηνικολάου (είναι ο γνωστός πια –μετά από την έκδοση των αγωνιστικών του απομνημονευμάτων από τον ΕΛΑΣ και το ΔΣΕ- καπετάν Μαύρος) και τον Τζώρτζη Βασιλειάδη. Οργανωμένοι στο ΚΚΕ, σε συνεννόηση με σύνδεσμο στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκαν για να στρατολογήσουν πολεμιστές στον ΕΛΑΣ, με στόχο την αντίσταση στην επαρχία Νέστου. Πείθουν τους νέους και ξεκινούν για το Παγγαίο, όπου φτάνουν 13 Ιουνίου 1943. Εκεί οι πληροφορητές μας αντικρίζουν τους δικούς τους μετά από δύο σχεδόν χρόνια και κατευθείαν οδεύουν για το βουνό για να ξεκινήσουν την αντίσταση.
Αντίθετα, κάποιοι πληροφορητές μας που δεν εγκατέλειψαν τη γερμανική ζώνη κατοχής εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ ή στην Επιμελητεία του Αντάρτη, δηλαδή την υπηρεσία Εφοδιασμού του ΕΛΑΣ.
Οι Έλληνες εργάτες στη Γερμανία απασχολήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε εργοστάσια πολεμικού υλικού. Οι συνθήκες ζωής ποίκιλαν, αφού άλλοτε σιτίζονταν κανονικά και άλλοτε πένονταν. Όπως χαρακτηριστικά θυμάται ένας από αυτούς, «στη Νυρεμβέργη δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ για τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς ή να λυπηθώ». Άλλος θυμάται πως τα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί, ζούσε και δούλευε στη Βρέμη σε εργοστάσιο κατασκευής υπερσύγχρονων για την εποχή πολεμικών αεροσκαφών. Όλοι καταθέτουν πως έστελναν συχνά επιταγές σε Μάρκα (μέχρι 100 τη φορά, αφού τόσα επιτρεπόταν για κάθε αποστολή). Δεν έφταναν όμως όλες στα χέρια των συζύγων τους, επειδή τις περισσότερες τις κρατούσαν οι Βούλγαροι ενδιάμεσοι, ελεγκτές της αλληλογραφίας.
Εδώ θα γίνει μια σύντομη, ενδεικτική αναφορά στη γνώμη που είχαν και κάποτε εξέφραζαν σχετικά με τους φυγάδες όσοι έμειναν στη βουλγαρική ζώνη κατοχής.
· Όσον αφορά τους εργάτες στη Γερμανία, σημειώθηκαν κρούσματα κουτσομπολιού (στην Καβάλα, αυτό προκύπτει από αλληλογραφία εργάτη στο Γκοτμάντιγκεν)
· Σχετικά δε με τους πρόσφυγες από την βουλγαροκρατούμενη Ελλάδα στην «Ελληνική Πολιτεία», υπήρξαν εκφράσεις και συμπεριφορές δυσαρέσκειας από τους ντόπιους εις βάρος τους, επειδή θεωρούσαν ότι συνεργαζόταν και βοηθούσαν τους Γερμανούς. «Τι να έκανα, να γινόμουν Ταγματασφαλίτης ή να πέθαινα από πείνα;», απαντά ένας πληροφορητής.
Θα κλείσουμε με την επιστροφή των φυγάδων.
Αυτή έγινε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές:
1. Όσοι ενεπλάκησαν στην Αντίσταση επέστρεψαν είτε τον Ιούνιο του 1943, για να ενισχύσουν την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην περιοχή είτε μετά το Σεπτέμβριο του 1944, όταν η περιοχή απελευθερώθηκε από τους Βουλγάρους. Κάποιοι επέστρεψαν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), όταν στην περιοχή επανήλθαν –μετά τα Δεκεμβριανά της Αθήνας και το τέλος της βραχύβιας ΕΑΜοκρατίας (της γνωστής «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης») στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη- οι κρατικές αρχές που προσέκειντο στην κυβέρνηση της Αθήνας.
2. Όσον αφορά τους εργάτες από τη Γερμανία, αυτοί επέστρεψαν μετά τη συνθηκολόγηση (Μάιος 1945)
Πολλοί κάτοικοι του χωριού Ξεριά στο Νέστο, ακόμη και τα παιδιά του Τζουμαϊτίδη θυμούνται την επιστροφή του Διονύση στον Ξεριά την άνοιξη του 1945 όπου στήθηκε και σχετική γιορτή υποδοχής

Δεν υπάρχουν σχόλια: